Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Ανησυχητικές διαστάσεις έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των ανθρώπων που είναι άνεργοι όχι για μερικούς μήνες ή για ένα έτος, αλλά για περισσότερα από δύο έτη, καθώς το ποσοστό τους για το 2016 ανήλθε σε επίπεδα ρεκόρ και ήταν το υψηλότερο σε βάθος δεκαέξι ετών, αγγίζοντας το ιλιγγιώδες 72,12% του συνόλου των ανέργων για το 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος αριθμός των ανθρώπων που είναι άνεργοι περισσότερα από δύο έτη ανήλθε το 2016 σε 587.000 σε σύνολο 813.900 μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή ανέργων που είναι εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερους από 12 μήνες, ενώ αντίστοιχα οι άνεργοι ανεξαρτήτως του χρόνου παραμονής τους εκτός αγοράς εργασίας ήταν 1.130.900 άτομα (ποσοστό 23,5%). Έτσι, από το 2013 και μετά παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής μείωσης του συνολικού ποσοστού των ανέργων, αλλά και της ταυτόχρονης αύξησης του ποσοστού των ανθρώπων που είναι χωρίς δουλειά περισσότερα από δύο χρόνια, με αποτέλεσμα οι επτά στους δέκα ανέργους να είναι εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερους από 24 μήνες.
Οι «αποθαρρημένοι»
Η μεγάλη διάρκεια παραμονής εκτός αγοράς εργασίας έχει διαμορφώσει μια κατηγορία ανέργων που χαρακτηρίζονται ως «αποθαρρημένοι άνεργοι», καθώς το βίωμα του μακρόχρονου αποκλεισμού από την απασχόληση τους απομακρύνει και από τη συμμετοχή σε διαδικασίες επανένταξης ακόμη και μέσω των υπηρεσιών του ΟΑΕΔ. Ενδεικτικά επισημαίνουμε ότι το σύνολο των ανέργων που δεν αναζήτησαν εργασία μέσω των υπηρεσιών του ΟΑΕΔ για τον μήνα Απρίλιο του 2017 ανήλθε σε 105.119 άτομα. Από αυτά τα 33.108 (ποσοστό 31,50%) είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο του ΟΑΕΔ για χρονικό διάστημα ίσο ή και περισσότερο των 12 μηνών.
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που παρουσιάζει σήμερα η «Ν» προκύπτει ότι η μακροχρόνια ανεργία και ειδικά τα υψηλά ποσοστά των ανθρώπων που ήταν εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερα από δύο έτη δεν αποτελούν σύμπτωμα της οικονομικής ύφεσης, αλλά προϋπήρχαν αυτής.
Η οικονομική ύφεση λειτούργησε κυρίως ως επιταχυντής των εξελίξεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, από το 2001 και μετά οι άνεργοι πάνω από δύο έτη αποτελούσαν τουλάχιστον το 50% του συνολικού αριθμού των μακροχρόνια ανέργων. Αυτή η διαπίστωση ισχύει για όλο το διάστημα από το 2001 μέχρι το 2016, με εξαίρεση τη διετία 2010-2011, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά εμφανίζονται οριακά κάτω του 50%. Όμως μετά το 2012 έχουμε μία εκτίναξη αυτού του ποσοστού, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση του συνολικού ποσοστού.
Έτσι, μέσα στον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που είναι άνεργοι πάνω από δώδεκα μήνες έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια ένας συμπαγής ποιοτικά και ποσοτικά πυρήνας ανέργων, οι οποίοι, καθώς διευρύνεται ο χρόνος της ανεργίας τους, περιορίζονται δραματικά και οι πιθανότητες για επάνοδο στην αγορά εργασίας.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς τα τέσσερα τελευταία χρόνια, δηλαδή στην περίοδο 2013 - 2016, παρά τη μείωση του συνολικού ποσοστού της ανεργίας κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το 27,5% του 2013 στο 23,5% του 2016, καταγράφεται παράλληλη αύξηση του ποσοστού των ανέργων πάνω από δύο έτη.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, οι άνεργοι πάνω από δύο έτη, ενώ το 2013 ήταν το 61,46% του συνόλου των ανέργων, το 2016 το ποσοστό τους ανήλθε στο 72,12%.
Έτσι, χωρίς αποτελεσματικά μέτρα για τη διευκόλυνση της επιστροφής τους στην απασχόληση, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο οι άνθρωποι αυτοί να οδηγηθούν σε έναν μόνιμο αποκλεισμό από την αγορά εργασίας και να εγκαταλείψουν οριστικά την προσπάθεια επανένταξης στην αγορά εργασίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους, αλλά και για τη συνοχή της κοινωνίας.