Από την έντυπη έκδοση
Των Μιχ. Χατζηκωνσταντίνου και Νίκου Μπέλλου
Θολό παραμένει το τοπίο σχετικά με τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους εν όψει της συνεδρίασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, καθώς το σενάριο μιας συνολικής συμφωνίας δείχνει να μη συγκεντρώνει πλέον τις περισσότερες πιθανότητες, αλλά η Αθήνα προσβλέπει σε μια λύση με καλύτερους όρους, μεταθέτοντας ενδεχομένως την καταληκτική ημερομηνία στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου.
Λιγότερο από τρεις βδομάδες απομένουν μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup και η άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι στην πρόσφατη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εμφανίστηκε απόλυτος στην άρνησή του να συναινέσει σε μια λεπτομερή περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης τους χρέους, έστω κι αν αυτά θα εφαρμόζονταν μετά το καλοκαίρι του 2018 και υπό προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει ότι επικοινωνιακά πλέον θα είναι πολύ δύσκολο να κάνει στροφή σε μια σημαντικά πιο ήπια στάση.
Η στάση του Γερμανού ΥΠΟΙΚ είχε ως αποτέλεσμα να ρίξει εμφανώς τους αισιόδοξους τόνους η ελληνική κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά η Αθήνα συνεχίζει να ελπίζει σε «πολιτική λύση», η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί στη Σύνοδο Κορυφής της 22ας Ιουνίου. Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η αναφορά του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής και στενού συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα, Νίκου Παππά, ο οποίος δήλωσε ότι αν δεν υπάρξει λύση στο Eurogroup, τότε το θέμα θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής στις 22 Ιουνίου.
Παρέμβαση στη διαπραγμάτευση πραγματοποίησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος κάλεσε τους εταίρους να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ενώ από την πλευρά του ο υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, ξεκαθάρισε ότι η 15η Ιουνίου αποτελεί «καταληκτική ημερομηνία» για λύση στο θέμα του χρέους.
Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, εξέφρασε την ελπίδα ότι θα μπορούν να υπάρξουν βελτιωμένοι όροι από εκείνους της πρότασης Σόιμπλε που δεν έγινε δεκτή από την Αθήνα. «Φαίνεται ότι ήταν σωστή η απόφασή μας να μη δεχτούμε αυτή τη συμφωνία και ευελπιστούμε για μια καλύτερη συμφωνία με καλούς όρους» δήλωσε από την Πρέβεζα.
Από την πλευρά του, πάντως, ο υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, ξεκαθάρισε ότι η 15η Ιουνίου αποτελεί «καταληκτική ημερομηνία» για λύση στο θέμα του χρέους.
«Είναι καταληκτική ημερομηνία για μία σειρά από λόγους: Αρχικά για εμάς, επειδή χρειαζόμαστε τη συμφωνία για να μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση. Είναι, όμως, καταληκτική και για τη συμμετοχή του ΔΝΤ, καθώς εάν αυτό δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα, τότε θα πρέπει να υπάρξει νέα απόφαση από το γερμανικό Κοινοβούλιο - κάτι που ουδείς δείχνει να επιθυμεί.
Τέλος, η 15η Ιουνίου είναι καταληκτική ημερομηνία εκ των πραγμάτων, καθώς δεν μπορεί να παρατείνεται η αβεβαιότητα» ανέφερε σε συνέντευξή του ο υπουργός.
Παρέμβαση στη διαπραγμάτευση πραγματοποίησε στο μεταξύ ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος κάλεσε τους εταίρους να αναλάβουν τις ευθύνες τους. «Η Ελλάδα έκανε ό,τι προβλεπόταν να κάνει. Οι εταίροι μας και ιδιαίτερα το Eurogroup πρέπει να αναλάβουν και αυτοί τις ευθύνες τους» τόνισε σε άρθρο του στην «Καθημερινή» και διεμήνυσε προς όλες τις πλευρές ότι «σε αυτό το κρίσιμο σημείο, περαιτέρω λάθη και οπισθοδρομήσεις δεν επιτρέπονται».
Η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Να σημειωθεί, πάντως, ότι το ΔΝΤ μπορεί στην αρχή της συνεδρίασης του Eurogroup να εμφανίστηκε πολύ απαιτητικό σε σχέση με το χρέος, ωστόσο από τα πρακτικά που διέρρευσαν προκύπτει σαφέστατα ότι στο τέλος της διαπραγμάτευσης ήταν έτοιμο να υποχωρήσει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χαρακτήριζε βιώσιμο το χρέος και δεν θα συμμετείχε με χρηματοδότηση στο πρόγραμμα. Συνεπώς, όπως τονίζουν στις Βρυξέλλες, δεν είναι το ΔΝΤ εκείνο που θα ασκήσει πίεση στο Βερολίνο να αλλάξει στάση, όσο κι αν αρκετοί πίστεψαν ότι ο διεθνής οργανισμός είχε έναν σημαντικό ρόλο να παίξει στην παρούσα διαπραγμάτευση.
Από εκεί και πέρα, η Κομισιόν προσπαθεί δημόσια και παρασκηνιακά να προωθήσει μια συνολική απόφαση.
Άλλωστε η δήλωση του προέδρου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ από την Ταορμίνα της Σικελίας, που βρίσκονται για τη σύνοδο G7, περί αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού και επίδειξη σεβασμού προς την Ελλάδα έγινε γι’ αυτό το λόγο, να κινητοποιήσει τις δυνάμεις εκείνες που υποστηρίζουν μια συνολική απόφαση. Ωστόσο, οι δυνατότητες της Επιτροπής είναι περιορισμένες δεδομένου ότι το χρέος είναι μια υπόθεση που αφορά τα κράτη-μέλη, τα οποία λαμβάνουν και τις αποφάσεις και όχι τα θεσμικά όργανα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο πρόεδρος Μάριο Ντράγκι θα ήθελε επίσης μια συνολική απόφαση γιατί θα του «έλυνε τα χέρια», ώστε να προωθήσει αμέσως την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης είναι βέβαιο ότι αν στις 22 Μαΐου δεν υπήρχε ο κ. Σόιμπλε η συνολική απόφαση για την Ελλάδα θα λαμβανόταν μέσα σε λίγα λεπτά, που σημαίνει ότι σε πολιτικό επίπεδο κανένας άλλος δεν έχει πρόβλημα. Όμως είναι άλλο πράγμα να αποδέχεσαι μια συμφωνία και άλλο να ασκείς πιέσεις για την προώθησή της και αυτή τη στιγμή, όπως φάνηκε και στο τελευταίο Εurogroup, κανένας δεν φάνηκε διατεθειμένος να δώσει «μάχη» για τη χώρα μας.
Είναι προφανές ότι η βοήθεια μπορεί να έρθει μόνο από το Παρίσι, υπό την προϋπόθεση ότι νέος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος θεωρητικά εμφανίζεται ένθερμος υποστηρικτής της συνολικής λύσης, θα πρέπει να το αποδείξει και στην πράξη και προς το παρόν δεν είμαστε σε αυτή τη φάση.
Μέσα στις επόμενες μέρες θα ενταθούν οι διεργασίες, όχι σε τεχνικό επίπεδο ούτε στην Ομάδα Εργασίας (ΕWG) του Εurogroup, το ελληνικό ζήτημα είναι πλέον μόνο πολιτικό και οι τεχνοκράτες δεν μπορούν να παίξουν κανένα ρόλο.
Όλα τα πιθανά σενάρια βρίσκονται στο τραπέζι, έχουν υποβληθεί από τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ και υπήρξαν λεπτομερείς συζητήσεις στο ΕWG.
Στους υπουργούς θα κριθεί το όλο θέμα μέχρι τη συνεδρίαση του Εurogroup και με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει συνολική απόφαση τώρα που θα περιλαμβάνει και το χρέος.
Κι αν δεν υπάρξει συνολική απόφαση, θα πρέπει η όποια μεσοβέζικη συμφωνία να παρουσιαστεί με τρόπο που δεν θα στέλνει αρνητικά μηνύματα στις αγορές και τους επενδυτές, αλλά θα τους παραπέμπει σε λύση μέσα στους επόμενους μήνες, μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου για παράδειγμα.
Στις Βρυξέλλες, όμως, επισημαίνουν σε όλους τους τόνους ότι εάν δεν υπάρξει κάτι προχωρημένο στο χρέος, επειδή δεν μπορούν πολιτικά και δεν θέλουν οι Γερμανοί, τότε θα πρέπει να βρεθεί τρόπος για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εάν δεν επιτευχθεί αυτό, το ελληνικό αφήγημα -ολοκλήρωση δεύτερης αξιολόγησης, ελάφρυνση χρέους, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έξοδος στις αγορές- θα μετατεθεί για μήνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς αβεβαιότητας για την οικονομία και την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.