Ανάλυση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Είναι η Κούβα χωρίς καν τον ήλιο», είχε πει ο Εμανουέλ Μακρόν, όταν ο Φρανσουά Ολάντ διαμήνυσε για πρώτη φορά ως προγραμματική θέση την επιβολή φόρου 75% στα υψηλά εισοδήματα.
Παρ’ όλα αυτά, ή ακριβώς γι’ αυτό, ο Εμανουέλ Μακρόν ανέλαβε στην πορεία τη θέση του υπουργού Οικονομίας της κυβέρνησης Ολάντ. Ήταν μόλις απομακρύνθηκε άρον - άρον από το αξίωμα ο Αρνό Μοντεμπούρ, εξαπολύοντας πυρά κατά της Γερμανίας και του «δόγματος της λιτότητας» ανά την Ευρωζώνη.
Η επιλογή ενός ανθρώπου της αγοράς, αν και μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος της Γαλλίας από την ηλικία των 24 ετών, είχε στόχο να ρίξει τους τόνους με τη Γερμανία και να κατευνάσει την ανησυχία στην ιδιωτική οικονομία της Ευρωζώνης.
Ίσως αυτή θα είναι, εφόσον επιβεβαιωθεί, η ειδοποιός διαφορά του Μακρόν από τον Ολάντ. Μια σειρά αναλύσεων βασίζεται στην εκτίμηση ότι ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας του, στα «μάτια» της Γερμανίας, της Ευρωζώνης και των αγορών, εφαρμόζοντας δραστικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της.
Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας είναι ένθερμος υποστηρικτής των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και ακραίος… φιλοευρωπαϊστής.
Η γαλλική οικονομία αντιμετωπίζει, τηρουμένων των αναλογιών, πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, γεγονός μείζονος σημασίας, από την ευρωπαϊκή οπτική, για χώρα του μεγέθους της. Κεντρικά στοιχεία είναι η έλλειψη επενδύσεων στη βιομηχανία, τα μεγάλα περιθώρια στον εκσυγχρονισμό των υποδομών παραγωγής και το υψηλό κόστος της δημόσιας διοίκησης, η οποία ωστόσο είναι σε γενικές γραμμές αρκετά αποτελεσματική. Πολλά βήματα μένει να γίνουν και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας των γαλλικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης.
Στον βαθμό που ο Εμανουέλ Μακρόν θα ισχυροποιεί τη γαλλική οικονομία, το Παρίσι θα διεκδικεί με μεγαλύτερες αξιώσεις τον ρόλο του εξισορροπιστή στην Ευρωζώνη, ενεργοποιώντας εκ νέου αποτελεσματικά τον περιβόητο γαλλογερμανικό άξονα.
Πρόκειται άλλωστε για μια προσωπικότητα χαρισματική, όπως κατέδειξε και η πολιτική του ανέλιξη σε σύντομο χρονικό διάστημα, η οποία έχει ίσως αυξημένες πιθανότητες να εμπνεύσει, τόσο στο εσωτερικό της Γαλλίας όσο και στη Γηραιά Ήπειρο.
Όσον αφορά πιο άμεσα την ελληνική υπόθεση, η Αθήνα απέφυγε τα χειρότερα, καθώς η εκλογή Λεπέν θα έθετε εν αμφιβόλω τη συμμετοχή της Γαλλίας στην Ευρωζώνη, ίσως και την ΕΕ, κατ’ επέκταση και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης της ελληνικής οικονομίας· ο οποίος, με τα καλά και τα κακά του, παραμένει η μοναδική επιλογή πάνω στο τραπέζι.
Ο Εμανουέλ Μακρόν αναμένεται να συνεχίσει σε γενικές γραμμές τη «φιλελληνική» στάση της Γαλλίας. Βεβαίως, δεν θα πρέπει κανείς να περιμένει θαύματα. Πρώτον, η Γερμανία παραμένει και θα είναι για καιρό ακόμη σε θέση ισχύος. Δεύτερον, και σημαντικότερο, το πρόβλημα της Ελλάδας είναι αντικειμενικό και συνδέεται άρρηκτα με τις διαρθρωτικές της αδυναμίες, στους θεσμούς και την παραγωγή της.
Είναι σίγουρα θετική η τελευταία δήλωση Μακρόν σύμφωνα με την οποία ο ίδιος είναι «υπέρμαχος της αρχής για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη». Η συγκεκριμένη τοποθέτηση ωστόσο είχε μάλλον ως στόχο την ανάδειξη της θέσης του κατά του Grexit, παρά την εξαγγελία κάποιας θεαματικής κίνησης γύρω από τα ελληνικά ομόλογα. Η Γαλλία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους Γάλλους φορολογούμενους, και τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του ελληνικούς χρέους είναι ήδη συμφωνημένα στη βάση τους και δρομολογημένα να εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, η ανανέωση της γαλλογερμανικής συνεργασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο θα έχουν μεσολαβήσει οι γερμανικές εκλογές, δημιουργούν την προσδοκία ότι ενδεχομένως επίκεινται πιο καθαρές λύσεις στο ελληνικό ζήτημα.
Εξάλλου, όσο ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας θα παρουσιάζει δείγματα γραφής σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιδόσεις και την αξιοπιστία της δεύτερης μεγαλύτερης δύναμης στην ΕΕ, τόσο θα υποχρεώνει τη Γερμανία να αποδεικνύει ότι μπορεί να είναι ένας διαλλακτικός εταίρος, από τη στιγμή που κάθε χώρα - μέλος επιδεικνύει συνέπεια στις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της.