Με την ΠΔ/ΤΕ 2557/26.1.2005 η Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμόζει τους συντελεστές που εφαρμόζονται επί ορισμένων κατηγοριών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον υπολογισμό του ελαχίστου ποσού προβλέψεων (προηγούμενες σχετικές ΠΔ/ΤΕ 2442/29.1.1999 και ΠΔ/ΤΕ 2513/15.1.2003).
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελάχιστες προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου καθορίζονται αποκλειστικά για εποπτικούς σκοπούς και λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ειδικότερα με την Πράξη αυτή:
Αυξάνονται, οι συντελεστές προβλέψεων στις απαιτήσεις από τα πάσης φύσεως καταναλωτικά δάνεια (i) που βρίσκονται σε προσωρινή καθυστέρηση άνω του έτους ή σε οριστική καθυστέρηση, από 70% σε 90%, καθώς και (ii) εκείνων που χαρακτηρίζονται ως επισφαλή, από 84% σε 100%.
Παράλληλα, μειώνεται ο συντελεστής υπολογισμού προβλέψεων για ενήμερες απαιτήσεις με εμπράγματες εξασφαλίσεις επί κατοικιών από 0,7% σε 0,5%, εφόσον η αξία του δανείου δεν υπερβαίνει το 70% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Τα ποσά που προκύπτουν από την μεταβολή των ποσοστών των προβλέψεων θα ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά 50% επί των στοιχείων της 31.3.2005 και κατά το υπόλοιπο 50% επί των στοιχείων της 30.9.2005.
Η προσαρμογή αυτή κρίθηκε σκόπιμη επειδή:
i. Εκτιμάται ότι η πιθανή ζημιά από καταναλωτικά δάνεια με καθυστέρηση άνω του έτους έχει αυξηθεί, δοθέντος ότι ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων, που είναι πολύ υψηλότερος από το ρυθμό αύξησης των άλλων κατηγοριών χορηγήσεων, αποτελεί παράγοντα που προσδιορίζει την ποιότητα του χαρτοφυλακίου. Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται, επίσης, η ενθάρρυνση των τραπεζών για απόσβεση των επισφαλών απαιτήσεών τους αντί της διατήρησής στον ισολογισμό τους.
ii. Αναγνωρίζεται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος για ενήμερες πιστοδοτήσεις με εμπράγματες ασφάλειες επί κατοικιών είναι μειωμένος σε σχέση με τις αντίστοιχες, με βάση τα ισχύοντα ποσοστά, προβλέψεις. Η αναγνώριση μειωμένου πιστωτικού κινδύνου για τις καλυπτόμενες με ασφάλειες επί κατοικιών πιστοδοτήσεις είναι συνεπής και με το αναθεωρημένο εποπτικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας (Βασιλεία ΙΙ και το αντίστοιχο σχέδιο Κοινοτικής Οδηγίας), στις περιπτώσεις που η σχέση του ποσού του δανείου προς την αξία των κατοικιών δεν υπερβαίνει ένα εύλογο όριο.
Οι γενικής εφαρμογής ρυθμίσεις σχετικά με τις προβλέψεις δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση την υποχρέωση κάθε τράπεζας για την επαναξιολόγηση, σε τακτά χρονικά διαστήματα, των κριτηρίων χορήγησης πιστώσεων, καθώς και για τη διαρκή αναβάθμιση των συστημάτων διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου.