Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Σήμερα αναμένεται να ξεκαθαρίσει το θέμα της άμεσης επιστροφής ή όχι των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Η κυβερνητική ομάδα και οι εκπρόσωποι των θεσμών συνέχισαν χθες για τέταρτη συνεχόμενη μέρα τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες έγιναν σε καλό κλίμα, ωστόσο υπήρξαν ελάχιστες διαρροές, που αφορούσαν περισσότερο τη διαδικασία παρά την ουσία. Η διαπραγμάτευση συνεχιζόταν μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα.
Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, η χθεσινή συνάντηση ήταν αναβαθμισμένη από την πλευρά των θεσμών, δεδομένου ότι συμμετείχε και ο διευθυντής Ευρώπης του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν, ενώ τελικά δεν έλαβε μέρος το εκτελεστικό μέλος της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ.
Το γεγονός ότι έλαβε μέρος ο κ. Τόμσεν ερμηνεύτηκε ως θετική εξέλιξη γιατί, όπως ανέφερε η ίδια πηγή, δείχνει μια κινητικότητα. Τις προηγούμενες μέρες στη βελγική πρωτεύουσα υπογράμμιζαν ότι εάν φανεί προοπτικές συμφωνίες, τότε η παρουσία των θεσμών ή ορισμένων εξ αυτών θα αναβαθμιστεί.
Όντως αυτή η κινητικότητα επιβεβαιωνόταν χθες το απόγευμα, ωστόσο κανένας δεν μπορούσε να προεξοφλήσει την τελική κατάληξη των συζητήσεων και το «διά ταύτα» αυτών των συναντήσεων, το οποίο θα γνωρίζουμε, κατά πάσα πιθανότητα, σήμερα.
Πάντως, το μέγιστο που θα μπορούσε να βγει απ’ αυτές τις συναντήσεις είναι η επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα μέσα στην επόμενη βδομάδα, ώστε να υπάρξει ο χρόνος για ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο μέχρι το Εurogroup, της 7ης Απριλίου στη Μάλτα.
Στις Βρυξέλλες ανέφεραν χθες το βράδυ ότι οι επικεφαλής θα επιστρέψουν μόνο εφόσον οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών δημιουργήσουν τη βεβαιότητα ότι στην Αθήνα θα επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε λίγες μέρες, διαφορετικά δεν επιστρέφουν και δεν θα υπάρχει καμία δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας στις 7 Απριλίου.
Είναι προφανές ότι η πρόοδος περνάει μέσα από τη σημαντική προσέγγιση των θέσεων στα δύο μεγάλα «αγκάθια» της διαπραγμάτευσης, τα δημοσιονομικά μέτρα και τις αλλαγές στα εργασιακά, ενώ η έλευση στις Βρυξέλλες και του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργου Σταθάκη δείχνει ότι οι θεσμοί έχουν σηκώσει ψηλά στις διαπραγματεύσεις και το θέμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
ΔΝΤ: Ίσως ζητηθεί η «υπογραφή» της αντιπολίτευσης
Ανοιχτό αφήνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το ενδεχόμενο να ζητηθεί και από την αντιπολίτευση να δεσμευτεί για την εφαρμογή των μέτρων της νέας συμφωνίας, λίγο πριν αυτή οριστικοποιηθεί. Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως ακόμη δεν βρισκόμαστε σε αυτό το στάδιο και διαψεύδει πληροφορίες που το θέλουν να έχει πραγματοποιήσει επαφές με κόμματα της αντιπολίτευσης.
Στην καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων ο εκπρόσωπος Τύπου του Ταμείου Τζέρι Ράις σχολίασε πως έχει σημειωθεί πρόοδος στις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών, ωστόσο -όπως είπε- επιμένουν οι διαφορές μεταξύ των δανειστών και της ελληνικής κυβέρνησης σε συνταξιοδοτικό και εργασιακά. «Καταγράφεται πρόοδος, αλλά θα απαιτηθεί περισσότερη δουλειά για να γεφυρωθούν οι εναπομείνασες διαφορές» δήλωσε χαρακτηριστικά. Αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε πρόβλεψη αναφορικά με τον χρόνο ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων, συμπληρώνοντας ότι «κινούμαστε όσο πιο γρήγορα μπορούμε». Σε κάθε περίπτωση υπογράμμισε ότι η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος αποτελεί για το ΔΝΤ καθοριστικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία του προγράμματος.
Υπενθύμισε ακόμη ότι στο παρελθόν το ΔΝΤ είχε απαιτήσει συναίνεση από την αντιπολίτευση. Ωστόσο, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η απαίτηση αυτή τίθεται όταν υπάρχει συμφωνία στην κατεύθυνση ενός προγράμματος. Προς το παρόν απέχουμε απ’ αυτό».
Ερωτηθείς κατά πόσο μπορεί να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση χωρίς τη χρηματοδοτική συμμετοχή του Ταμείου, ο κ. Ράις παρέπεμψε στους Ευρωπαίους, υπενθυμίζοντας ότι αποτελεί εκφρασμένη επιθυμία τόσο των Ευρωπαίων όσο και της ελληνικής κυβέρνησης, η χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα.
ESM: Κόστος για την οικονομία οι καθυστερήσεις
«Η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει το ταχύτερο δυνατόν, καθώς οι καθυστερήσεις συνεπάγονται κόστος για την οικονομία», τονίζει σε συνέντευξή του ο Ρολφ Στράουχ, επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, για να προσθέσει όμως ότι η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από ό,τι το 2015. Αναφορικά με το ζήτημα του χρέους, ο οικονομολόγος του ESM αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να εξεταστούν μεσοπρόθεσμα μέτρα στα μέσα του 2018, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος και εφόσον κριθούν αναγκαία.
«O στόχος είναι να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση το ταχύτερο δυνατόν», σημειώνει ο κ. Στράουχ, σε συνέντευξή του στο ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE. «Με τη συνήθη πρακτική, αυτό προϋποθέτει μία συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο και την επικαιροποίηση του Μνημονίου Κατανόησης. Για την Ελλάδα, με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό των μεταρρυθμίσεων, ζητούμε επίσης συχνά να υλοποιηθούν κάποια προαπαιτούμενα (prior actions) πριν γίνει δυνατή η πλήρης ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ληφθεί μία απόφαση για εκταμίευση», προσθέτει. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα «έχει ολοκληρώσει το πιο δύσκολο τμήμα της προσαρμογής». «Για να επιτύχει τον στόχο του πλεονάσματος 3,5% το 2018, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα έχει ήδη συμφωνήσει στα αναγκαία μέτρα και τα εφαρμόζει. Τα νέα μέτρα για τη φορολογία εισοδήματος και τις συντάξεις, τα οποία συζητούνται τώρα, αναμένεται να οδηγήσουν σε έναν πιο ισορροπημένο και φιλικό στην ανάπτυξη ελληνικό προϋπολογισμό που θα δίνει τον δημοσιονομικό χώρο για κάποια κοινωνικά μέτρα. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε, επίσης, στο Eurogroup για τη διατήρηση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μεσοπρόθεσμα, μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018», αναφέρει.
Ο αξιωματούχος του ESM τόνισε ότι η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από αυτή στις αρχές του 2015, προς το καλύτερο, και ότι οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν έκτοτε έχουν δώσει καρπούς. Ο κ. Στράουχ ανέφερε ότι «η μεγαλύτερη ζημιά από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει. Αυτές οι καθυστερήσεις στη δεύτερη αξιολόγηση αποδεικνύεται ότι έχουν κόστος στην οικονομία, με τις ιδιωτικές επενδύσεις και την καταναλωτική εμπιστοσύνη να πλήττονται». Ερωτηθείς για το ΔΝΤ, ο κ. Στράουχ απάντησε ότι «βάζουμε τα δυνατά μας ώστε να συμμετάσχει και το ΔΝΤ».