Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η πρόοδος που είχε σημειωθεί μέχρι χθες στις επαφές από τις έδρες μεταξύ των επικεφαλής των θεσμών και της κυβέρνησης δεν ήταν εκείνη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια συγκεκριμένη συμφωνία στο Εurogroup της Δευτέρας, ούτε καν σε επίπεδο νέου χρονοδιαγράμματος.
Αυτό υπογράμμισε χθες κοινοτική πηγή στις Βρυξέλλες, σύμφωνα με την οποία το ζητούμενο δεν είναι να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό του 2018, που ούτως ή άλλως δεν θεωρείται «αγκάθι», αλλά να συμφωνηθούν τα δημοσιονομικά μέτρα για μετά το 2018.
Δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο χωρίς τα δημοσιονομικά μέτρα για τη διασφάλιση των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ από το 2019, ανέφερε η ίδια πηγή, προσθέτοντας ότι στο συγκεκριμένο θέμα η κυβέρνηση δεν κάνει προς το παρόν την κίνηση που απαιτείται ώστε να κλείσει και η αξιολόγηση.
Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι κρατούν χαμηλούς τόνους έχει να κάνει με το γενικότερο κλίμα στην Ευρωζώνη, η οποία εισήλθε σε μια δύσκολη πολιτικά περίοδο με συνεχείς εκλογές σε σημαντικές χώρες, όπως η Ολλανδία (έγιναν χθες), η Γαλλία (Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος προεδρικές και βουλευτικές) και η Γερμανία (Σεπτέμβριος) και κανένας δεν επιθυμεί ένταση. Επίσης, οι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει δυσκολίες να εγκρίνει τα δημοσιονομικά μέτρα στη Βουλή και την αφήνουν να επιλέξει τη χρονική στιγμή.
Ωστόσο, επειδή και ο χρόνος έχει τα όριά του, στη βελγική πρωτεύουσα Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν κρύβουν πλέον την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης στην οικονομία. Στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη σημαντική υποχώρηση του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο, ήρθαν χθες να προστεθούν και αυτά της Εurostat για την απασχόληση την ίδια περίοδο, που επιβεβαιώνουν ότι η οικονομία άρχισε πάλι να χάνει τη δυναμική και να βυθίζεται. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε πλέον καθυστέρηση από εδώ και πέρα θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο την επιβεβαίωση των προβλέψεων της Κομισιόν για αύξηση του ΑΕΠ 2,7% φέτος.
Εάν δεν υπάρξει μια σημαντική αλλαγή των δεδομένων από σήμερα, το Εurogroup της Δευτέραε θα είναι εντελώς άγονο, γιατί πλέον δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνουν κάθε μήνα μετά τη συνεδρίαση οι κ.κ. Ντέισελμπλουμ και Μοσκοβισί ότι καταγράφεται πρόοδος, αφού πλέον αυτό δεν πείθει τις αγορές, οι οποίες περιμένουν συγκεκριμένα πράγματα.
Πρόοδος θα ήταν εάν υπάρξει κάποιου είδους συμφωνία τη Δευτέρα, που θα ανοίξει τον δρόμο για άμεση επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα προκειμένου να κλείσουν τη δεύτερη αξιολόγηση. Σε αντίθετη περίπτωση θα αρχίσει να ξεθωριάζει επικίνδυνα και η προοπτική συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο στο επόμενο Εurogroup, της 7ης Απριλίου, στη Βαλέτα της Μάλτας.
Υπενθυμίζεται, μετά τη συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να επιλύσουν δύο πολιτικά ζητήματα, το ένα είναι ο καθορισμός της διάρκειας κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και το δεύτερο η διευκρίνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του. Τα μέτρα για το χρέος ζητεί το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και η ΕΚΤ για να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
H 7η Απριλίου το επόμενο ορόσημο
Δέσμη αντίμετρων που θα προταθεί στους δανειστές εν όψει της συμφωνίας για τη 2η αξιολόγηση παρουσίασε χθες σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, στο πλαίσιο μιας συνεδρίασης που χαρακτηρίστηκε από ανησυχίες και προβληματισμό βουλευτών για το θέμα της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, ενώ αποσαφηνίστηκαν εν μέρει και οι στόχοι και οι επιδιώξεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο κ. Τσακαλώτος, όπως επισημαίνεται αρμοδίως, αναφερόμενος στα πρωτογενή πλεονάσματα σημείωσε ότι η σχετική συζήτηση διεξάγεται στη βάση δύο σεναρίων: Πλεονάσματα ύψους 3,5% για τα έτη 2019, 2020 και 2021 ή πλεονάσματα στο 3% για μια πενταετία, με ορίζοντα το 2023.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών έδειξε να συμμερίζεται την άποψη ότι η προθεσμία-ορόσημο του Eurogroup της 20ής Μαρτίου «χάθηκε» και πλέον η προσπάθεια για ολοκλήρωση της αξιολόγησης μετατίθεται για τη συνεδρίαση της 7ης Απριλίου.
Πιο αναλυτικά, ο υπουργός Οικονομικών και η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου ενημέρωσαν χθες το μεσημέρι τους βουλευτές που μετέχουν στις Επιτροπές Παρακολούθησης και Ελέγχου Κοινοβουλευτικού Έργου (ΕΠΕΚΕ) των τομέων Οικονομικών και Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την πορεία της αξιολόγησης εν όψει της επικείμενης συνεδρίασης του Eurogroup. Κατά τη συνεδρίαση ο κ. Τσακαλώτος παρουσίασε στους βουλευτές του κόμματος σειρά αντίμετρων που θα προτείνει η κυβέρνηση στους δανειστές για το κλείσιμο της συμφωνίας.
Σε αυτά περιλαμβάνονται, σύμφωνα με πληροφορίες, οι εξής παρεμβάσεις που στοχεύουν κυρίως στη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων: Μείωση ή και απαλλαγή από τη φαρμακευτική δαπάνη για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, διανομή κουπονιών (vouchers) για πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, διανομή επιδόματος σε φτωχά παιδιά και ενίσχυση των προγραμμάτων διανομής γευμάτων σε σχολεία, αξιοποίηση επενδυτικών κονδυλίων για την ενίσχυση κοινωνικών δομών.
Ο κ. Τσακαλώτος χαρακτήρισε, πάντως, ενδεικτικά τα εν λόγω μέτρα και απέφυγε να παρουσιάσει συγκεκριμένους αριθμούς, λέγοντας ότι το τελικό ύψος των αντίμετρων θα καθοριστεί στη διαπραγμάτευση. Ο υπουργός Οικονομικών, σύμφωνα με πληροφορίες, τόνισε στους βουλευτές ότι η λογική των αντίμετρων θα είναι στοχευμένη. «Πρέπει να φύγουμε από τη λογική “όλα και στο χέρι” και να πάμε στη λογική των παροχών σε υποδομές και σε είδος» φέρεται να δήλωσε στους βουλευτές.
Η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, επιβεβαίωσε την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ των κυβερνητικών θέσεων και εκείνων των δανειστών. Ειδικότερα, η υπουργός υπογράμμισε ότι το Ταμείο εμμένει στην επαναφορά των ομαδικών απολύσεων και στη θεσμοθέτηση του λοκ άουτ (ανταπεργία), ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που δεν βρίσκει σύμφωνη την άλλη πλευρά. Μάλιστα, φέρεται να καταλόγισε στο ΔΝΤ ότι με την «ιδεοληψία» του εμποδίζει τον διάλογο.
Η υπουργός Εργασίας απάντησε επίσης σε ερωτήσεις βουλευτών σχετικά με την ενδεχόμενη δανειοδότηση της χώρας από την Παγκόσμια Τράπεζα, όπου φέρεται να επιβεβαίωσε την πρόθεση της χώρας. Σημείωσε, όμως, ότι προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να αποδεχτούν οι δανειστές να μην αποτυπωθεί δημοσιονομικά.
Πάντως, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασαν έντονη ανησυχία με επίκεντρο τις αναφορές σε επικείμενη μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Κατά πληροφορίες, διατύπωσαν προβληματισμό για το ότι η συμφωνία αναμένεται να επιφέρει νέα βάρη σε αδύναμα κοινωνικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα. Την «αγωνία» των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε, μάλιστα, με δηλώσεις του ο διευθυντής της Κ.Ο. του κόμματος Κώστας Ζαχαριάδης, ενημερώνοντας χθες τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες σχετικά με τη συνεδρίαση.
«Υπάρχει ανησυχία βουλευτών ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά και ως προς το ότι πρέπει να προχωρήσουμε και στο συντομότερο χρονικό διάστημα να έχουμε μια βιώσιμη οικονομικά και κοινωνικά συμφωνία» ανέφερε. Ο κ. Ζαχαριάδης διαβεβαίωσε, πάντως, ότι τα μέτρα και τα αντίμετρα θα ψηφιστούν και θα εφαρμοστούν μαζί, στο πλαίσιο μιας ενιαίας συμφωνίας που θα περιλαμβάνει και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Κληθείς, μάλιστα, να σχολιάσει τις δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, που ήρθαν σε αντίθεση με τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, ο κ. Ζαχαριάδης τις απέδωσε σε εκλογικές στοχεύσεις. «Ο κ. Ντέισελμπλουμ έχει εκλογές…» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πώς τα πλεονάσματα θα κρίνουν τη διαπραγμάτευση
Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019 και μετά θα είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την πορεία των διαπραγματεύσεων και ένα από τα τελευταία τμήματα της συμφωνίας που θα πρέπει να κλείσει σε μια από τις επόμενες συνεδριάσεις του Eurogroup.
Από τον στόχο που θα επιλεγεί θα εξαρτηθεί και ο προϋπολογισμός των μέτρων που θα ενεργοποιηθούν από την 1/1/2019. Αν ο πήχης ανέβει στο 3,5%, τότε θα χρειαστούν μέτρα 2% του ΑΕΠ, τα οποία όμως θα υπολογιστούν επί του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του 2019. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ανάπτυξη το 2017 και το 2018, το ΑΕΠ του 2019 θα προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ και το πακέτο των μέτρων τα 4 δισ. ευρώ. Με το ΑΕΠ στα 200 δισ. ευρώ, η χώρα θα πρέπει να εμφανίζει πλεόνασμα περίπου 7 δισ. ευρώ για το 2019, το 2020 και το 2021 (εφόσον επιλεγεί η συνταγή τριετίας).
Αν το καλοκαίρι του 2018 εκτιμηθεί ότι το πλεόνασμα του 2019 θα ξεπεράσει τα 7 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι από την 1/1/2019 θα γίνει και η μείωση του αφορολόγητου στα 5.910 ευρώ, τότε θα επιτραπεί και η ενεργοποίηση μέρους των αντίμετρων, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα πέσει κάτω από τα 7 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και σοβαρό ενδεχόμενο τα πλεονάσματα να αναδειχθούν σε βασικό αίτιο περαιτέρω καθυστέρησης στην επίτευξη συμφωνίας.
Ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με το οποίο παρατηρούνται και οι μεγαλύτερες διαφορές όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας, δύσκολα θα αποδεχτεί τις προβλέψεις της ελληνικής πλευράς ότι το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί ακόμη και να ξεπεράσει το 3,5% το 2019 -κυβερνητικά στελέχη ανεβάζουν τον πήχη ακόμη και πάνω από το 3,8%- χωρίς καν να επιβληθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου ή η περικοπή των συντάξεων.
«Κομβικό σημείο» θα είναι η ανακοίνωση των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και τη Eurostat στις 24 Απριλίου, μία ημέρα μετά την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ. Αν τελικώς επιβεβαιωθεί η εκτίμηση ότι το ΔΝΤ θα… περιμένει τη Eurostat, τότε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η χρονική μετάθεση της τελικής συμφωνίας για τον Μάιο.