Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Μείωση των συντελεστών φορολόγησης, αλλά και αναπροσαρμογές στα κλιμάκια φόρου εισοδήματος σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ως αντιστάθμισμα στην επικείμενη μείωση του αφορολόγητου ορίου και έχοντας πάντα ως στόχο το τελικό αποτέλεσμα, όσον αφορά τις εισπράξεις του Δημοσίου, να είναι ισοσκελισμένο.
Προϋπόθεση ωστόσο, είναι η συγκατάθεση των θεσμών στα κυβερνητικά σχέδια και οι επόμενες μέρες των διαπραγματεύσεων είναι εξαιρετικά κρίσιμες για το ύψος του αφορολόγητου, αλλά και για τις αλλαγές στους συντελεστές και ενδεχομένως στα κλιμάκια εισοδήματος.
Ειδικότερα, όπως αναφέρουν κορυφαία στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, η σημαντική μείωση του αφορολόγητου όπως θα προκύψει από την περικοπή της ισχύουσας έκπτωσης φόρου των 1.900 έως 2.100 ευρώ έως και κατά 50%, θα πρέπει να συνοδευτεί από αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μη «χάσουν» τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Με το δεδομένο αυτό συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς και εξετάζονται διάφορα εναλλακτικά σενάρια, προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή με τους δανειστές και να κλείσει το γρηγορότερο δυνατόν ένα σημαντικό κεφάλαιο, αυτό των δημοσιονομικών.
Οι αναμενόμενες μειώσεις στα αφορολόγητα όρια θα ισχύουν από το 2019, με βάση τη μέχρι σήμερα πορεία των συζητήσεων με τους θεσμούς, όμως υπάρχει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο η μείωση του αφορολόγητου να γίνει σε δυο δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη το 2018, εάν φυσικά η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές όσον αφορά το δημοσιονομικό κενό του συγκεκριμένου έτους παραμείνει στα 500 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό βάση συζήτησης, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», παραμένει ότι το αφορολόγητο όριο αναμένεται να «προσγειωθεί» στις 5.900 ευρώ, όπως επιθυμεί άλλωστε και το ΔΝΤ, χωρίς φυσικά να αποκλείεται να βρεθεί και χαμηλότερα εάν η μείωση της έκπτωσης φόρου φτάσει στο 50%, γεγονός που σημαίνει ότι το αφορολόγητο θα βρεθεί σε «ελεύθερη πτώση» στην περιοχή των 5.000 με 5.500 ευρώ, από τα 8.636 έως 9.545 ευρώ που ισχύει σήμερα για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες.
Το σίγουρο είναι ότι με όλα τα σενάρια οι επιβαρύνσεις θα είναι μεγάλες ειδικά για τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού, καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση το «καλό σενάριο» της πτώσης του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ περίπου το 49% των μισθωτών και συνταξιούχων που σήμερα παραμένουν αφορολόγητοι, θα βρεθεί αντιμέτωπο με επιβαρύνσεις που υπολογίζεται ότι θα ξεκινούν από 22 ευρώ για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα μέχρι και 6.000 ευρώ, ενώ θα φτάνουν τα 602 ευρώ για όσους δηλώνουν από 8.700 ευρώ και άνω.
Ως αντιστάθμισμα, λοιπόν, και για διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, αλλά και να αποφευχθούν εσωτερικές αναταράξεις ειδικά κατά την ψήφιση του νέου «πακέτου» μέτρων, το οικονομικό επιτελείο προχωρά σε «σχέδια επί χάρτου» που έχει θέσει ήδη υπόψη των δανειστών, προκειμένου να λάβει το πράσινο φως.
Συγκεκριμένα, ως αντιστάθμισμα μελετά τη μείωση του αρχικού συντελεστή φορολόγησης από το 22% είτε στο 19%, είτε ακόμη και στο 15%, καθώς και ταυτόχρονη μείωση των υπόλοιπων φορολογικών συντελεστών από 3 έως και 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι εξετάζονται και άλλα συνδυαστικά «πακέτα», που θα περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη μείωση των συντελεστών φορολόγησης με μείωση και των εισοδηματικών ορίων που ισχύουν σήμερα, με στόχο να επιτυγχάνεται το ίδιο εισπρακτικό αποτέλεσμα.
Σχέδια που κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού κινούνται στη «γραμμή» του ΔΝΤ, το οποίο βέβαια έχει ήδη προτείνει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 5.000 ευρώ και παράλληλα:
- μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες,
- μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος στο 15% με 20%,
- μείωση κατά μία μονάδα του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 23%.
Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί ότι με βάση τις μελέτες των παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών στην περίπτωση που ο κατώτατος συντελεστής, από το 22% που ισχύει για εισοδήματα έως και 20.000 ευρώ, υποχωρήσει στο 19% ή στην καλύτερη περίπτωση στο 15%, τότε οι υπόλοιποι συντελεστές θα διαμορφωθούν ως εξής:
- ο συντελεστής 29% που ισχύει για εισοδήματα από 20.001 - 30.000 ευρώ θα υποχωρήσει είτε στο 26% είτε στο 24%,
- ο συντελεστής 37% για το κλιμάκιο από 30.001 έως 40.000 ευρώ θα «πέσει» στο 34% ή στο 32%,
- ο υψηλός συντελεστής 45% για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ θα μειωθεί στο 42% ή στο 40%.
Με βάση το «χειρότερο» σενάριο της μείωσης των συντελεστών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, οι επιβαρύνσεις για όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ θα ξεπερνούν τα 750 ευρώ σε ετήσια βάση, για εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ θα φθάνουν τα 450 ευρώ, ενώ όσοι δηλώνουν πάνω από 40.000 ευρώ υπολογίζεται ότι θα είναι οι «τυχεροί» του νέου συστήματος.
Επισημαίνεται πάντως ότι τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, εκτός από τα σενάρια που επεξεργάζονται με τη διαφοροποίηση και των εισοδηματικών κλιμακίων, μελετούν και τυχόν αναπροσαρμογή των συντελεστών σε άλλες περιπτώσεις κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και σε άλλες κατά πέντε.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση, εκτός από τα σχέδια για το αφορολόγητο και τη φορολογική κλίμακα, έχει θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων με τους δανειστές και μια σειρά κι άλλων αντιμέτρων, με στόχο την ενίσχυση πρωτίστως των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, τα οποία, μεταξύ άλλων, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», προβλέπουν:
- τη μείωση κατά 35%-40% του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος θα αντικατασταθεί από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, που θα πλήττει κυρίως τους έχοντες συνδυαστικά υψηλά εισοδήματα και μεγάλη περιουσία,
- τη μείωση του ΦΠΑ στα τιμολόγια της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου από το 13% στο 6%,
- τη μείωση του ΦΠΑ για τις υπηρεσίες δημόσιων και ιδιωτικών μεταφορών από το 24% στο 13%,
- τη μείωση του ΦΠΑ των βασικών συσκευασμένων και μεταποιημένων ειδών διατροφής και της εστίασης από το 24% στο 13%.
Το ανωτέρω πακέτο δύσκολα ωστόσο θα περάσει τις «εξετάσεις» των δανειστών, συνδυαστικά με τις σημαντικές αλλαγές στη φορολογική κλίμακα που θα συμβάλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξει σημαντική υστέρηση εσόδων που θα δυναμιτίσει τον στόχο για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ, μετά το 2018 για τουλάχιστον μία πενταετία.