Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Συμφωνία επί της αρχής σε σχέση με τις βασικές παραμέτρους της δεύτερης αξιολόγησης, που θα επιτρέψει την επιστροφή στην Αθήνα των επικεφαλής των θεσμών και θα καθησυχάσει τις αγορές, είναι το ζητούμενο της σημερινής συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις Βρυξέλλες.
Οι εντατικές διαβουλεύσεις των τελευταίων ημερών, οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν μέχρι το απόγευμα που ξεκινάει η συνεδρίαση του Εurogroup, αυξάνουν τις πιθανότητες για συμφωνία, ωστόσο μέχρι χθες το βράδυ κανένας δεν ήταν σε θέση στις Βρυξέλλες να εγγυηθεί για το αποτέλεσμα.
Αξιωματούχοι της Ευρωζώνης, όπως ο πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας του Εurogroup Τόμας Βίζερ, λένε τις τελευταίες μέρες το αυτονόητο για τους δανειστές, ότι δηλαδή για να «ξεκλειδώσει» η δεύτερη αξιολόγηση θα πρέπει η κυβέρνηση να δεσμευτεί στην υιοθέτηση από τώρα προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων που θα διασφαλίζουν την επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Από την άλλη, όμως, η κυβέρνηση θέλει να μετριάσει τις υποχωρήσεις σε σχέση με τα μέτρα που ζητούνται, αλλά να εξασφαλίσει και ανταλλάγματα. Κι αυτό ώστε να εμφανίσει στους βουλευτές της ένα συνολικό «πακέτο», το οποίο θα μπορούσε να εξασφαλίσει την απαραίτητη πλειοψηφία στη Βουλή.
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση στις συζητήσεις που έγιναν μέχρι τώρα έχει αποδεχθεί ως αρχή τη νομοθέτηση προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων. Αυτό που συζητάει με τους εταίρους είναι το ύψος και η διάρκεια.
Σχετικά με το ύψος, πηγή της Ευρωζώνης στις Βρυξέλλες ανέφερε την Παρασκευή ότι το συνολικό ποσό θα μπορούσε να είναι χαμηλότερο του 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ και πως το ΔΝΤ που ζητούσε κάτι τέτοιο θα προχωρήσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες σε αναθεώρηση της στάσης του. Επιπλέον, στο τραπέζι βρίσκεται επίσης η πρόταση των θεσμών τα μέτρα να νομοθετηθούν σε δύο δόσεις, η πρώτη τώρα και η δεύτερη το 2019, εάν κριθεί αναγκαίο, ωστόσο και της δεύτερης δόσης τα μέτρα θα πρέπει να μπουν από τώρα σε έναν ενισχυμένο, σε σχέση με τον σημερινό, δημοσιονομικό κόφτη.
Αναφορικά με τη διάρκεια που η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, το Βερολίνο ζητάει 10 χρόνια, ο Γερούν Ντέισελμπλουμ προτείνει 5 και η κυβέρνηση ζητάει να γίνουν 3 χρόνια.
Σε σχέση με τα ανταλλάγματα, είναι προφανές ότι οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί, λόγω των εκλογών στις χώρες τους, δεν θέλουν από τώρα λεπτομερή εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που ζητάει το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και φυσικά η κυβέρνηση. Το περισσότερο που θα μπορούσαν να δεχθούν τώρα, στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας, είναι να δώσουν μια ισχυρή πολιτική διαβεβαίωση πως τα μέτρα θα ληφθούν το 2018 στη βάση των αποφάσεων του Εurogroup του Μαΐου και του Δεκεμβρίου 2016.
Τα μεσοπρόθεσμα τα χρειάζεται το ΔΝΤ στο πλαίσιο της διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους και ειδικότερα όταν έρθει η στιγμή να αποφασίσει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, ενώ τα χρειάζεται και η ΕΚΤ προκειμένου να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Με την ΕΚΤ τα πράγματα είναι πιο εύκολα, δεδομένου ότι με τη λήψη των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που αποφάσισε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας τον Ιανουάριο, διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους για τα επόμενα χρόνια.
Εκεί μπορεί να πατήσει η ΕΚΤ αποφασίζοντας την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αρκεί να έχει τη διαβεβαίωση των χωρών της Ευρωζώνης ότι θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα του χρόνου και αν χρειαστεί και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης.
Η κυβέρνηση ζητάει να πάρει και ρητή δέσμευση από τους δανειστές ότι σε περίπτωση υπεραπόδοσης σε σχέση με τα πλεονάσματα, το επιπλέον ποσό θα διατεθεί για ενίσχυση ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού και σε μέτρα αναπτυξιακά (καταπολέμηση ανεργίας, μείωση άμεσης και έμμεσης φορολογίας).
Αυτό που τονίζουν στις Βρυξέλλες είναι ότι ναι μεν η Ελλάδα δεν έχει μπροστά μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού μεγάλες δανειακές ανάγκες, ωστόσο θα πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο η αξιολόγηση, ώστε να σταλεί μήνυμα στις αγορές που άρχισαν να ανησυχούν, καθώς και για να σταματήσουν δημοσιεύματα περί επανάληψης του σεναρίου του καλοκαιριού 2015.
Ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης, μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στους δημοσιογράφους, προέτρεψε την κυβέρνηση να επιταχύνει τη διαδικασία, γιατί, όπως είπε, με την καθυστέρηση η τελική συμφωνία θα γίνει χειρότερη.
Η προειδοποίηση αυτή έχει να κάνει και με την εκλογική περίοδο στην Ευρωζώνη, που ξεκινάει στις 15 Μαρτίου με την Ολλανδία, ακολουθούν τέσσερις γύροι στη Γαλλία, δύο προεδρικών και δύο βουλευτικών εκλογών, ενώ υπάρχει και μία πολύ σημαντική εκλογική αναμέτρηση τον Μάιο στο κρατίδιο της Ρηνανίας Βεστφαλίας, το οποίο θεωρείται δείκτης των ομοσπονδιακών στη Γερμανία στις 24 Σεπτεμβρίου. Με τις εκλογές αυτές σε εξέλιξη, η θέση των παραπάνω χωρών, κυρίως της Ολλανδίας και της Γερμανίας, σκληρότερη θα μπορούσε να γίνει, αλλά «εκπτώσεις» σε καμία περίπτωση δεν αναμένεται να κάνουν από τον επόμενο μήνα και μετά. Για αυτό η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο πρέπει να κλείσει έγκαιρα.
Θεωρητικά εάν αποφασιστεί σήμερα η επιστροφή των επικεφαλής στην Αθήνα η αξιολόγηση θα μπορούσε να συμφωνηθεί τόσο σε τεχνικό επίπεδο (θεσμοί-κυβέρνηση) όσο και πολιτικό επίπεδο, στη συνεδρίαση του Εurogroup, της 20ής Μαρτίου. Αλλά ακόμη κι αν η τελική απόφαση ληφθεί στο Εurogroup της 7 Απριλίου, πάλι προλαβαίνει η Ελλάδα να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αφού η ΕΚΤ θα συνεδριάσει στις 27 Απριλίου.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι να «ξεμπλοκάρει» σήμερα η διαδικασία και να επιστρέψουν οι θεσμοί τις επόμενες μέρες στην Αθήνα, στη συνέχεια τα πράγματα απλουστεύονται. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία θα συνοδεύεται από προαπαιτούμενες δράσεις που θα πρέπει να υλοποιήσει η κυβέρνηση, ώστε να πάρει και τη δόση, η οποία συνολικά εκτιμάται ότι θα ανέρχεται περίπου σε 10 δισ. ευρώ και θα περιλαμβάνει και πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.