Από την έντυπη έκδοση
Στον Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Την πεποίθησή του ότι θα ολοκληρωθεί σύντομα η αξιολόγηση, καθώς τα θέματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές είναι λίγα, μεταφέρει μέσω της «Ν» ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου.
«Ευελπιστώ βάσιμα πως θα κλείσει η αξιολόγηση χωρίς επιπτώσεις για τη χώρα» υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο υπουργός, απαντώντας ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί η καθυστέρηση. Ο ίδιος εκτιμά ότι οι περιπλοκές που δημιουργεί το ασταθές και βεβαρημένο πολιτικά διεθνές περιβάλλον ενδέχεται να λειτουργήσουν θετικά για την Ελλάδα αφού ασκούν πίεση στην Ε.Ε. για τη διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής, λειτουργίας και ύπαρξής της ώστε να μην επιτρέπει καμία ρωγμή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα με τη μορφή εξόδου χώρας-μέλους από αυτήν.
Ο κ. Παπαδημητρίου χαρακτηρίζει τον στόχο για ανάπτυξη της τάξης του 2,7% φιλόδοξο, αλλά όχι ανέφικτο και παρουσιάζει τους βασικούς άξονες για την επάνοδο της χώρας στην τροχιά της ανάπτυξης.
Κύριε υπουργέ, είναι προφανές ότι η καθυστέρηση λήψης απόφασης από το ΔΝΤ για τη συμμετοχή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε χώρες της Ευρωζώνης, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, δημιουργούν νέα δεδομένα και καθυστερούν την αξιολόγηση. Διαβλέπετε αρνητικές εξελίξεις για τη χώρα;
«Επιπτώσεις αρνητικές για τη χώρα μας δεν θα υπάρξουν αν η αξιολόγηση κλείσει μέσα στον Φεβρουάριο και δεν παραταθούν οι διαπραγματεύσεις, η μεγάλη δυσκολία των οποίων έγκειται τόσο στη διαφωνία μεταξύ των πιστωτών όσο και στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να την κλείσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το κρίσιμο σημείο είναι να προλάβουμε τα ελληνικά ομόλογα να περιληφθούν στο πρόγραμμα αγορών της ΕΚΤ, ώστε ένα σημαντικό μέρος της χαμένης εμπιστοσύνης των επενδυτών να ανακτηθεί επιδρώντας ευνοϊκά στο επιχειρηματικό περιβάλλον και το οικονομικό κλίμα.
Όσο για τις περιπλοκές που δημιουργεί το ασταθές και βεβαρημένο πολιτικά διεθνές περιβάλλον, αυτές, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ενδέχεται να λειτουργήσουν θετικά για την Ελλάδα. Γιατί εντείνεται κατά πολύ η πίεση στην Ευρωζώνη, τόσο η εσωτερική (η άνοδος της ακροδεξιάς και του εθνολαϊκισμού σε διάφορες χώρες-μέλη) όσο και η εξωτερική (όπως οι δηλώσεις του νέου αμερικανικού επιτελείου για μη βιωσιμότητα του ευρώ και γερμανική Ευρώπη), με συνέπεια η διασφάλιση της εσωτερικής συνοχής, λειτουργίας και ύπαρξής της να μην επιτρέπει καμία ρωγμή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα με τη μορφή εξόδου χώρας-μέλους από αυτήν. Ευελπιστώ, λοιπόν, βάσιμα πως θα κλείσει η αξιολόγηση χωρίς επιπτώσεις για τη χώρα».
Κάθε καθυστέρηση στην αξιολόγηση επηρεάζει την οικονομία. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη 2,7% για το τρέχον έτος. Πλέον, δεν είναι πολύ αισιόδοξος αυτός ο στόχος;
«Κοιτάξτε, ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% είναι υψηλός και φιλόδοξος, αλλά όχι ανέφικτος, αν όλα πάνε καλά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ζούμε και λειτουργούμε σε μία μικρή ανοιχτή οικονομία αγοράς, στην οποία οι προσδοκίες και το οικονομικό κλίμα που διαμορφώνεται κάθε φορά παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών και στην ανάπτυξη της οικονομίας συνολικά. Δύο είναι οι κίνδυνοι να έχουμε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης το 2017.
Πρώτον, να καθυστερήσει σημαντικά το κλείσιμο της αξιολόγησης και να χαλάσει το θετικότερο κλίμα που σήμερα έχει διαμορφωθεί. Η αισιοδοξία μου εδράζεται στο γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί και θα συνεχίσει να τηρεί στο ακέραιο τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των θεσμών μέχρι το 2018. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εκτιμώ ότι λίγα πλέον θέματα χωρίζουν τις δύο πλευρές και σύντομα θα ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση.
Δεύτερον, να υπάρξει κάποιο απρόσμενο γεγονός ή να προκύψει ένα χρηματοπιστωτικό “ατύχημα” που να πλήξει τους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία στην οποία προσβλέπουν οι ελληνικές εξαγωγές και από την οποία επιδιώκουμε την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων. Αυτή, όμως, είναι μία μεταβλητή αστάθμητη και μη ελέγξιμη από την ελληνική ή όποια άλλη κυβέρνηση. Γι’ αυτό, εξάλλου, επαναλαμβάνω συχνά πως ζούμε σε μία εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας».
Συχνά αναφέρετε ότι πλέον η Ελλάδα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις. Εντοπίζετε κάποιο ενδιαφέρον;
«Η αίσθησή μου είναι ότι το κλίμα έχει αρχίσει ήδη να αλλάζει και το έδαφος είναι και πάλι πρόσφορο για επενδύσεις. Αυτό επιβεβαίωσε και το πρόσφατο ταξίδι μου στις ΗΠΑ, όπου το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο όχι μόνο από τους ομογενείς, αλλά και από αμιγώς αμερικανικές επιχειρήσεις, οι οποίες βλέπουν τις προοπτικές που ανοίγονται στη χώρα μας. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, η γεωστρατηγική θέση της, το φυσικό περιβάλλον, το εξαιρετικά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα, παρά την οικονομική κρίση, την καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό προορισμό για τους ξένους επενδυτές. Σε αυτό συμβάλλουν και οι διευκολύνσεις για ίδρυση εταιρείας στην Ελλάδα που προσφέρονται μέσα από τον νέο αναπτυξιακό νόμο, καθώς και το πρόγραμμα χορήγησης αδειών διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών και σε μέλη οικογενειών τους που προβαίνουν σε αγορά ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, η αξία της οποίας υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ».
Σε ποιους τομείς επικεντρώνονται οι εν δυνάμει επενδυτές;
«Σε ό,τι αφορά τους τομείς που εκδηλώνεται επενδυτικό ενδιαφέρον εκτός από τον χώρο των αποκρατικοποιήσεων (υποδομές, ενέργεια κ.λπ.), μία εικόνα έχουμε από τον νέο αναπτυξιακό νόμο όπου έμφαση δίνεται, πέραν του τουρισμού (όπου το ενδιαφέρον για ελληνικά ξενοδοχεία αριθμεί 140 επενδύσεις), σε δραστηριότητες στις οποίες η χώρα διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα, όπως η αγροδιατροφή και οι νέες τεχνολογίες. Τα πρώτα στοιχεία από την ενεργοποίηση του νόμου είναι εξαιρετικά. Σε μόλις 4 μήνες έχουν υποβληθεί 821 επενδυτικά σχέδια προϋπολογισμού 2,2 δισ. ευρώ -με το μεγαλύτερο μέρος τους (285) να αιτούνται φορολογική απαλλαγή και όχι επιδότηση-, όταν σε 4 χρόνια λειτουργίας του προηγούμενου είχαν κατατεθεί μόλις 1.271 σχέδια.
Σημειώστε πως το 65% των επενδυτικών σχεδίων και το 51,3% του συνολικού ύψους των επενδύσεων εντοπίζεται στη βιομηχανία (κυρίως στον κλάδο της αγροδιατροφής). Επίσης, όπως επισήμανε ο αναπληρωτής υπουργός, το νέο ΕΣΠΑ εστιάζει στη νέα επιχειρηματικότητα και την ενίσχυση νέων επαγγελματιών για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών, υψηλής προστιθέμενης αξίας, ικανών να σταθούν στις διεθνείς αγορές. Δίνει, συνεπώς, έμφαση και κατευθύνει τους επενδυτές στις συνέργειες και τις συνεργασίες για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας, καθώς επίσης και στην έρευνα και την τεχνολογία».
Αν και αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση, αλλά πολύ περισσότερο επιτακτική ανάγκη, το «αναπτυξιακό σχέδιο» για τη χώρα δεν έχει διαμορφωθεί ή αν ισχύει το αντίθετο, δεν έχει γνωστοποιηθεί. Γιατί τόση καθυστέρηση;
«Η μνημονιακή υποχρέωση αφορά μια συμφωνημένη στρατηγική ανάκαμψης, η οποία περιλαμβάνει:
- Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων
- Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων
- Την υλοποίηση του ΕΣΠΑ και των υπόλοιπων διαθέσιμων πόρων από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και της ΕΤΕπ για τη στήριξη των επενδύσεων
- Τη δημιουργία ελκυστικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος
- Τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και την ανάπτυξη της Ε&Α και της καινοτομίας
- Τη διαμόρφωση αναπτυξιακού νόμου.
Σε όλες τις παραπάνω δεσμεύσεις έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου. Συνεπώς η αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης εφαρμόζεται ήδη και αξιολογείται από τους θεσμούς. Η καταγραφή όλων των πολιτικών που εφαρμόζονται σε ένα “αναπτυξιακό σχέδιο”, το οποίο θα αποτελέσει και τον οδικό χάρτη και για τη μετά το μνημόνιο εποχή θα είναι σύντομα διαθέσιμο».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ και του ΣΕΒ, για να αποκατασταθούν οι απώλειες του παγίου κεφαλαίου και να τεθεί η οικονομία σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης απαιτούνται επενδύσεις ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ ή τέσσερα ΕΣΠΑ, έως το 2020. Είναι εφικτό;
«Χωρίς να παραγνωρίζεται η ανάγκη για επενδύσεις, ώστε η χώρα να βρεθεί σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά, το ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων δεν υπολογίζεται με όρους “στατικής” ανάλυσης, δηλαδή “τόσα” χάθηκαν, άρα “τόσα χρειαζόμαστε”. Το ύψος των επενδύσεων πρέπει να υπολογιστεί στο πλαίσιο μιας δυναμικής ανάλυσης, η οποία θα ακολουθεί και την αύξηση του ΑΕΠ αλλά και την αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση του ΣΕΒ για επενδύσεις 100 δισ. ευρώ την επόμενη επταετία για να αποκατασταθούν οι απώλειες της κρίσης, αναφέρει (εβδομαδιαίο δελτίο 24/9/2015): Πρώτον ότι “το 2007 οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιπροσώπευαν το 41% του συνόλου και το 2014 μόλις το 10%”. Είναι σαφές ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις δεν αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις ενώ είναι αποτέλεσμα έκρηξης συγκεκριμένης περιόδου, στην οποία η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει. Άρα επενδύσεις σε κατοικίες ύψους 25 δισ. ετησίως δεν μπορούν να ανακτηθούν.
Δεύτερον ότι “οι καθαρές επενδύσεις (30 δισ. ευρώ) χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό με τον τεράστιο δανεισμό που γινόταν κυρίως από το Δημόσιο λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων”. Είναι σαφές ότι ούτε η συγκεκριμένη χρηματοδότηση των επενδύσεων μπορεί να συνεχιστεί και ούτε πρέπει να συνεχιστεί. Συνεπώς οι ανάγκες της οικονομίας σε επενδύσεις είναι μεγάλη, αλλά πρέπει να είναι αφενός παραγωγικές και αφετέρου να χρηματοδοτηθούν από πραγματικούς επενδυτές».
Πρόσφατα ο ΟΟΣΑ υπέβαλε την τρίτη εργαλειοθήκη του που περιλαμβάνει -προτείνει ένα μεγάλο εύρος μεταρρυθμίσεων. Ποιες θα πρέπει να υλοποιηθούν κατά προτεραιότητα;
«Η τρίτη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας εργώδους προσπάθειας της δημόσιας διοίκησης και των ερευνητών του ΟΟΣΑ. Στη συνδιαμόρφωσή της συμμετείχαν περισσότεροι από είκοσι γενικοί γραμματείς από έξι διαφορετικά υπουργεία και σημαντικός αριθμός στελεχών της δημόσιας διοίκησης καθώς και ερευνητών του ΟΟΣΑ. Οι τομείς τους οποίους επιδιώκει να μεταρρυθμίσει η τρίτη εργαλειοθήκη καλύπτουν το 11% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και το 17% της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία. Τα συνολικά οφέλη της υλοποίησης των συστάσεων και της άρσης των κανονιστικών εμποδίων που έχουν προταθεί, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, ανέρχονται σε 414 εκατομμύρια ευρώ.
Όλες οι συστάσεις θα έχουν υλοποιηθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2017. Μεγάλο μέρος των συστάσεων έχει νομοθετηθεί με τους δύο πρόσφατους νόμους για την απλοποίηση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων καθώς και για την απλοποίηση της σύστασης επιχειρήσεων. Όσον αφορά το θέμα της αναθεώρησης του θεσμικού πλαισίου προστασίας του καταναλωτή, λειτουργεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή η οποία αναμένεται να καταθέσει πρώτο σχέδιο νόμου μέχρι το τέλος του χρόνου».