Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η επίτευξη συνολικής συμφωνίας μέσα στον Φεβρουάριο με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ είναι ο νέος διπλός στόχος που θα συζητήσουν σήμερα στο Εurogroup οι δανειστές με την ελληνική κυβέρνηση.
Ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης μιλώντας χθες στις Βρυξέλλες στους δημοσιογράφους, με αφορμή τη σημερινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών, εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για κλείσιμο του ελληνικού ζητήματος στο Εurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Αναφέρθηκε στην ανάγκη να ολοκληρωθεί η συμφωνία στο επόμενο Εurogroup, ωστόσο δεν το είπε υπό μορφή τελεσιγράφου των δανειστών προς την Αθήνα, αλλά ως λογική απόρροια της πολιτικής κατάστασης στην Ευρωζώνη, όπου τρεις χώρες έχουν μπροστά τους δύσκολες εκλογές που ξεκινούν τον Μάρτιο και ολοκληρώνονται τον Σεπτέμβριο.
Μετά τον Φεβρουάριο κάποιοι πολιτικοί θα έχουν το μυαλό τους αλλού και όχι στην Ελλάδα και με δεδομένο ότι το ελληνικό ζήτημα χρειάζεται απόφαση των πολιτικών, τότε είναι εύκολα αντιληπτό γιατί πρέπει να κλείσουν όλα τον επόμενο μήνα, τόνισε.
Σχετικά με τους θεσμούς ανέφερε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο γιατί το θέλουν κάποιες κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν δεσμευθεί έναντι των κοινοβουλίων τους από το 2010 (πρώτη διάσωση Ελλάδας), αλλά κυρίως γιατί εάν αποχωρήσει ο διεθνής οργανισμός η Ελλάδα θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα, με τις τεράστιες καθυστερήσεις που αυτό συνεπάγεται.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αφορά τους θεσμούς είναι η διαμόρφωση, αν είναι εφικτό σήμερα στο περιθώριο του Eurogroup, μιας κοινής θέσης στο μείζον θέμα των προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Πάντως, σε σχέση με τα προληπτικά μέτρα τόνισε ότι είναι το σημαντικότερο ζήτημα, όπως αναγνώρισε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κοινή θέση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μεταξύ των τεσσάρων θεσμών, προσθέτοντας ότι πρώτα πρέπει να γίνει αυτό και στη συνέχεια να συζητήσουμε με την ελληνική πλευρά.
Στο πλαίσιο αυτό χαρακτήρισε την επιστολή Τσακαλώτου προς τους θεσμούς ένα καλό σημείο για την έναρξη των συζητήσεων, προσθέτοντας όμως με νόημα: «Αν συγκρίνουμε την έναρξη με την προσγείωση καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για διαφορετικά πράγματα».
Σε σχέση με τα άλλα ανοικτά ζητήματα ανέφερε ότι θα πρέπει να κλείσουν τα εργασιακά και τα θέματα της ενέργειας, ενώ για το δημοσιονομικό κενό του 2018 είπε ότι η συζήτηση είναι περισσότερο επιφανειακή, δεδομένου ότι ακόμη και στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο στόχος, υπάρχει ο «κόφτης» που εγγυάται τη διόρθωση της κατάστασης. Πάντως, το κενό του 2018 τοποθετείται στα 200 εκατ. ευρώ, αλλά δεν εμπνέει ανησυχία η εξεύρεση του ποσού.
Από δημοσιονομικής πλευράς χαρακτήρισε το 2016 «πολύ καλή χρονιά», ενώ εκτίμησε ότι και το 2017 η απόδοση θα είναι καλύτερη από τις προβλέψεις και τους στόχους.
Σχετικά με το ΔΝΤ, το οποίο στη σημερινή συνεδρίαση θα εκπροσωπήσει ο Πολ Τόμσεν, εκτίμησε ότι η συζήτηση που προκλήθηκε στα μέσα ενημέρωσης το προηγούμενο διάστημα είχε περισσότερο ως στόχο να αναδείξει το πόσο απαραίτητη είναι η συμμετοχή του Ταμείου και πόσο μεγάλη θα είναι η καθυστέρηση εάν αυτό αποχωρήσει από το πρόγραμμα. Γι’ αυτό -συνέχισε- θα πρέπει όσοι εύχονται να φύγει να προσέχουν τι εύχονται.
Σε σχέση με τη διαδικασία τόνισε ότι η επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού πριν παρουσιάσει ένα πρόγραμμα στο δ.σ. του ΔΝΤ θα πρέπει να υπάρχει έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους, η οποία εξαρτάται από τα πλεονάσματα μετά το 2018, αλλά και τα μέτρα ελάφρυνσης που έχουν λάβει οι Ευρωπαίοι. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα έχουν αποφασιστεί, ενώ τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης τα έχουμε προσδιορίσει, είπε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η επίτευξη συμφωνίας για τα προληπτικά μέτρα μετά το 2018 ανοίγει τον δρόμο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
«Είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να ολοκληρώσουμε την αξιολόγηση και να πετύχουμε συμφωνία τον Φεβρουάριο με τη συμμετοχή του ΔΝΤ» κατέληξε σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα ο αξιωματούχος της Ευρωζώνης.
Πρώτος κίνδυνος από την Ολλανδία
Αναφορικά με τις εκλογές στην Ολλανδία, που θα πραγματοποιηθούν στις 15 Μαρτίου, οι δημοσκοπήσεις δίνουν πρώτο κόμμα τους φιλελεύθερους του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, δεύτερο τους λαϊκιστές του Γκέερτ Βίλντερς (πολέμιος των διασώσεων της Ελλάδας) και ήττα των εργατικών (σοσιαλιστές) του Γερούν Ντέισελμπλουμ, οι οποίοι λογικά δεν θα βρίσκονται στην επόμενη κυβέρνηση.
Αυτό που φαίνεται πολύ πιθανό είναι πως για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης θα χρειαστούν μήνες και εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος για την Ελλάδα εάν δεν ολοκληρώσει την αξιολόγηση τον Φεβρουάριο, αφού στη χώρα αυτή είναι πολύ δύσκολο η Βουλή να ψηφίσει ελληνικό ζήτημα με μια μεταβατική κυβέρνηση και εν μέσω διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό της επόμενης.
Σε σχέση με το μέλλον του Γερούν Ντέισελμπλουμ στην προεδρία του Εurogroup, ο αξιωματούχος της Ευρωζώνης απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε καταρχήν ότι από το 2008 υπάρχει πολιτική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ο πρόεδρος πρέπει να είναι εν ενεργεία υπουργός σε οικονομικό υπουργείο της χώρας του. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο κ. Ντέισελμπλουμ να παραμείνει στη θέση του, ωστόσο εάν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης πάρουν χρόνο, μπορεί να παραμείνει ως μεταβατικός υπουργός, άλλωστε σε κάθε περίπτωση η θητεία του ως πρόεδρος του Εurogroup τελειώνει στο τέλος του έτους.
Τι ζητεί η ελληνική πλευρά
Να αποφύγει την «εδώ και τώρα» νομοθέτηση σκληρών μέτρων, όπως η μείωση του αφορολόγητου και η περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» που εισπράττουν οι συνταξιούχοι, θα επιδιώξει στο σημερινό κρίσιμο Eurogroup ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Με νωπές τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα -στη χθεσινή συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών»- ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να νομοθετήσει νέα μέτρα και ειδικά μέτρα που να αφορούν σε περίοδο μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, ο υπουργός Οικονομικών αναμένεται να περάσει δύσκολες στιγμές, καθώς τα βασικά ελληνικά αιτήματα δεν φαίνεται να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
Η ελληνική πλευρά θέλει:
1. Να ψηφίσει μόνο την παράταση του εξειδικευμένου δημοσιονομικού κόφτη, ο οποίος θα περιγράφει τα μέτρα που θέλει το ΔΝΤ, χωρίς όμως να τα ενεργοποιεί από τώρα. Οι δανειστές αναμένεται να αντιπροτείνουν το αντίθετο: νομοθέτηση των μέτρων και ακύρωσή τους σε περίπτωση που επαληθευτούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
2. Η παράταση του κόφτη να γίνει μόνο για ένα έτος, τη στιγμή που οι δανειστές θέλουν τα πρωτογενή πλεονάσματα να διατηρηθούν για τρία, πέντε ή και 10 χρόνια.
3. Μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος (μία μονάδα από τις 3,5) να κατευθυνθεί για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
4. Να εξειδικευτεί άμεσα το πακέτο των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος προκειμένου, εκτός από τη συμμετοχή του ΔΝΤ να εξασφαλιστεί και η είσοδος των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Οι πολιτικές εξελίξεις αυξάνουν την αβεβαιότητα
Οι αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό επηρεάζουν την οικονομία της Ευρωζώνης αναφέρει η έκθεση για τις προοπτικές του 2017 της PwC, επισημαίνοντας μάλιστα ότι και η πιθανότητα εκλογών στην Ελλάδα αποτελεί ένα τέτοιο γεγονός αβεβαιότητας.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι πολιτικές εξελίξεις αυξάνουν την αβεβαιότητα και επηρεάζουν την οικονομία, καθώς εντός του έτους αναμένονται τουλάχιστον πέντε εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρωζώνη. Στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και ενδεχομένως στην Ιταλία και την Ελλάδα (που αντιπροσωπεύουν άνω του 70% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) αναμένεται να διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές, γεγονός που θα οδηγήσει σε διατάραξη του φυσιολογικού πολιτικού κύκλου. Στην Ισπανία είναι πιθανό να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το μέλλον της Καταλονίας.
Γενικότερα, καταλήγει διεθνής ομάδα οικονομολόγων της PwC, για πολλές οικονομίες το 2017 θα είναι ένα έτος αβεβαιότητας. Παρότι δεν είναι πολλοί, υπάρχουν μακροοικονομικοί κίνδυνοι που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από τις επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες.
Ισχυρά κίνητρα για συμβιβασμό
Την ίδια στιγμή, η Citigroup, σε σημείωμά της όπου σχολιάζει την πρόσφατη συνέντευξη του πρωθυπουργού, αναφέρει πως το ενδεχόμενο εκλογών στη χώρα απομακρύνεται.
Όπως τονίζει ειδικότερα, οι πιθανότητες πρόωρων εκλογών παραμένουν μικρές, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει ισχυρότερα κίνητρα για συμβιβασμό και ελπίζει στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Σε ό,τι αφορά την έγκριση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος στην οποία προχώρησαν ESM/EFSF, η Citi επισημαίνει για μία ακόμη φορά ότι είναι μικρής σημασίας και θα έχουν ουσιαστική επίδραση από το 2030 και μετά.