Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Στέλιου Παπαπέτρου
Τον κίνδυνο οι αλλαγές στον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και η εκτίναξη του κόστους ασφάλισης σε πολύ υψηλά επίπεδα, τόσο για τους μισθωτούς όσο και για τους συνταξιούχους, να προκαλέσουν κύμα αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις επισημαίνουν στελέχη της αγοράς.
Στο ήδη εξελισσόμενο φαινόμενο της μετατροπής συμβάσεων αορίστου χρόνου από πλήρους σε μερικής απασχόλησης έρχεται να προστεθεί τώρα άλλη μια «κερκόπορτα»: η απασχόληση εργαζομένων με «μπλοκάκι», καθώς μετά τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα δημιουργείται μια «φθηνότερη» μορφή απασχόλησης για τους εργοδότες.
Εναλλακτικές μορφές
Οι εναλλακτικές μορφές απασχόλησης που ακολουθούν ολοένα και περισσότεροι εργοδότες δημιουργούν ήδη πολλά προβλήματα στο υπουργείο Εργασίας, το οποίο διαπιστώνει ότι, παρά τη μείωση της ανεργίας, δεν υπάρχει η αναμενόμενη αύξηση στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, οι εναλλακτικές μορφές συχνά κινούνται στα όρια της νομιμότητας ή και έξω από αυτά, καθώς πολλές φορές η μερική απασχόληση στα χαρτιά υποκρύπτει πλήρη απασχόληση στην πράξη, ενώ η αμοιβή με «μπλοκάκι» κρύβει μια σχέση εξαρτημένης εργασίας. Όσο, όμως, παραμένει ισχυρό το οικονομικό κίνητρο για τον εργοδότη και δυσβάστακτο το συνολικό κόστος απασχόλησης, τόσο θα πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα παραβατικών πρακτικών και τόσο μεγαλύτερο βάρος θα πέφτει στις πλάτες του ελεγκτικού μηχανισμού του υπουργείου Εργασίας.
Η απασχόληση με «μπλοκάκι» είναι διαδεδομένη πρακτική εδώ και χρόνια στην ελληνική αγορά εργασίας. Η διαφορά, όμως, μετά την 1/1/2017 είναι ότι γίνεται αρκετά «φθηνότερη», κυρίως για την απασχόληση εργαζομένων με αμοιβές της τάξεως των 500 έως 700 ευρώ που είναι και το σύνηθες φαινόμενο στην αγορά.
Μέχρι και το τέλος του 2016 οι εργαζόμενοι με «μπλοκάκι» ασφαλίζονταν στον ΟΑΕΕ και έπρεπε να πληρώνουν κατ’ ελάχιστον 250 ευρώ τον μήνα στον ΟΑΕΕ, ενώ στην τρίτη ή στην τέταρτη ασφαλιστική κλάση -στην οποία και κατατάσσονταν οι περισσότεροι- οι μηνιαίες κρατήσεις ξεπερνούσαν τα 300 ευρώ τον μήνα.
Με το νέο καθεστώς οι ασφαλιστικές εισφορές αφενός επιμερίζονται μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφετέρου μειώνονται, καθώς για κάποιον ο οποίος θα θέλει να αμείβεται με 600 ευρώ μηνιαίως το κόστος περιορίζεται στα 161,7 ευρώ αντί για 250 με 300 ευρώ που ήταν μέχρι τώρα με βάση τις εισφορές του ΟΑΕΕ.
Οι εβδομάδες που ακολουθούν θεωρούνται εξαιρετικά κρίσιμες, καθώς θα φανεί με ποιον τρόπο θα αντιδράσει η αγορά στις νέες πολιτικές της κυβέρνησης.
Τα λογιστήρια των επιχειρήσεων ήδη τρέχουν «σενάρια» προκειμένου να καταλήξουν στο αν θα εξακολουθήσουν να απασχολούν εργαζόμενους με «μπλοκάκι», στο αν θα τροποποιήσουν υφιστάμενες συμβάσεις συνεργατών, αλλά και στο πώς θα περιορίσουν το συνολικό εργοδοτικό κόστος. Τα νέα δεδομένα στην αγορά διαμορφώνονται ως εξής:
Απασχόληση με «μπλοκάκι»
Με βάση την εγκύκλιο που εξέδωσε την προηγούμενη Παρασκευή το υπουργείο Εργασίας, ο εργαζόμενος με «μπλοκάκι» θα πρέπει να αναγράφει από εδώ και στο εξής στο δελτίο παροχής υπηρεσιών που θα εκδίδει ότι αξιώνει από τον εργοδότη να πληρώνει ένα μέρος των ασφαλιστικών εισφορών του. Αυτό θα μπορεί να το κάνει μόνο αν δεν έχει περισσότερους από δύο εργοδότες στους οποίους εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών και επίσης να μην έχει την ιδιότητα του μισθωτού. Στην περίπτωση εργαζόμενου με «μπλοκάκι» και έναν ή δύο εργοδότες, θα συμβαίνουν τα εξής:
* Ο εργοδότης θα συμπεριλαμβάνει το όνομα του συνεργάτη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση.
* Κάθε μήνα θα παρακρατείται ασφαλιστική εισφορά από τον εργοδότη, η οποία θα αντιστοιχεί στο 26,95% της μικτής αμοιβής μόνο για κύρια ασφάλιση και περίθαλψη. Η εισφορά αυτή θα επιμερίζεται και ο εργοδότης θα πληρώνει τα δύο τρίτα (17,96%), με τον εργαζόμενο να καταβάλλει το υπόλοιπο ένα τρίτο (8,983%).
* Εκτός από τις ασφαλιστικές εισφορές, από τη μικτή αμοιβή θα παρακρατείται και ο φόρος του 20%.
Για μικτή αμοιβή 1.000 ευρώ, ο εργοδότης θα πληρώνει 1.179 ευρώ (14.148 ευρώ) και ο εργαζόμενος θα παίρνει στα χέρια του 710,7 ευρώ (8.528 ευρώ). Επειδή ο συγκεκριμένος συνεργάτης θα αντιμετωπίζεται φορολογικά ως μισθωτός, θα δικαιούται και της έκπτωσης φόρου. Έτσι, με την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης, ο φόρος που θα του αναλογεί θα είναι 502 ευρώ και ο φόρος που θα έχει παρακρατηθεί θα είναι 2.400 ευρώ. Έτσι, ο συνεργάτης θα δικαιούται και επιστροφή φόρου 1.900 ευρώ. Άρα, οι συνολικές καθαρές αποδοχές θα ανέρχονται στα 10.428 ευρώ τον χρόνο.
Για να εισπράττει ένας εργαζόμενος 10.428 ευρώ τον χρόνο καθαρά ως μισθωτός, θα πρέπει ο εργοδότης να επιβαρύνεται με 16.240 ευρώ. Και αυτό διότι:
* 2.079 ευρώ είναι οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου που παρακρατούνται.
* 501 ευρώ είναι ο φόρος εισοδήματος.
* 3.232 ευρώ είναι οι εργοδοτικές εισφορές.
Άρα, η μισθωτή απασχόληση κοστίζει στον εργοδότη περίπου 2.000 ευρώ περισσότερα σε σχέση με την απασχόληση με «μπλοκάκι». Και αυτό διότι στη μία περίπτωση (του μισθωτού) οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζόμενου) υπολογίζονται με 41%, ενώ στη δεύτερη περίπτωση με 26,95%. Φυσικά, ο «μισθωτός» έχει περισσότερα δικαιώματα: δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας, κρατήσεις για επικούρηση, επίδομα ανεργίας και δικαίωμα στην αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης. Το θέμα είναι ποια θα είναι η διαπραγματευτική δυνατότητα ενός ανέργου αν του προταθεί να δουλέψει με «μπλοκάκι» ή ποια θα είναι η απάντηση που θα μπορεί να δώσει ένας εργαζόμενος αν του τεθεί επιτακτικά το δίλημμα «μπλοκάκι ή απόλυση».
Η μερική απασχόληση
Τα ετήσια στοιχεία της «Εργάνης» που δόθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στη δημοσιότητα δείχνουν ότι σε σύνολο περίπου 1,7 εκατομμυρίου εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι 383 χιλιάδες (περίπου το 22,5%) απασχολούνται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, κάτι που σημαίνει ότι εισπράττουν λιγότερα από 400 ευρώ μικτά έκαστος. Με βάση τα ίδια στοιχεία, ο αριθμός των μερικώς απασχολούμενων έχει αυξηθεί κατά 19.019 άτομα σε σχέση με το 2015. Τα στοιχεία που δημοσίευε το ΙΚΑ μέχρι και το τέλος του 2016 ανέβαζαν τον αριθμό των μερικώς απασχολούμενων σε περισσότερα από 558 χιλιάδες άτομα.
Σε κάθε περίπτωση, η ραγδαία αύξηση στον αριθμό των μερικώς απασχολούμενων δεν αμφισβητείται, ενώ τους τελευταίους μήνες οι προσλήψεις με μερική απασχόληση έχουν φτάσει να αντιστοιχούν ακόμη και στο 60% των συνολικών προσλήψεων. Ο λόγος είναι προφανής: το κόστος. Με τη μερική απασχόληση (5ωρο) ο εργαζόμενος εξασφαλίζει 22 ένσημα τον μήνα αντί για 25 ένσημα που δίδονται στην πλήρη απασχόληση. Το συνολικό εργοδοτικό κόστος, όμως, μειώνεται κατακόρυφα. Έτσι, για να προσληφθεί κάποιος με πλήρες ωράριο ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει κατ’ ελάχιστον 10.255 ευρώ προκειμένου ο εργαζόμενος να εισπράττει 492 ευρώ τον μήνα ή 6.888 ευρώ ετησίως. Με τη μερική απασχόληση το συνολικό κόστος πέφτει στο μισό για τον εργοδότη, ενώ κατά 50% περιορίζονται και οι καθαρές αμοιβές του εργαζόμενου (246 ευρώ αντί για 492). Ενώ, όμως, ο εργαζόμενος χάνει 3.444 ευρώ από τα καθαρά του, ο εργοδότης εξοικονομεί πάνω από 5.100 ευρώ. Έτσι, έχει τη δυνατότητα να αποζημιώσει «κάτω από το τραπέζι» τον εργαζόμενο σε περίπτωση που αυτός προσφέρει υπηρεσίες πέραν του 4ώρου και πάλι να βγει κερδισμένος.
Για τη σύλληψη τέτοιου είδους παράνομων πρακτικών, το υπουργείο Εργασίας πρέπει να διαθέτει πλήθος ελεγκτών, οι οποίοι και θα ελέγχουν την παραβίαση του ωραρίου όπως αυτή δηλώνεται από τον εργοδότη.
Βάση το εισόδημα του 2015
Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, η γενική βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους ασφαλισμένους των 3 ταμείων (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΟΓΑ) που ήδη εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ αποτελεί το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Όμως, επειδή ακόμη δεν έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις του οικονομικού έτους 2016, για τον καθορισμό του υπολογισμού των εισφορών για το 2017 θα χρησιμοποιηθεί ως βάση το εισόδημα του 2015.
Αυτός ο υπολογισμός θα ισχύει για το πρώτο εξάμηνο του 2017. Όταν εκκαθαριστούν οι φορολογικές δηλώσεις του οικονομικού έτους 2016, και υπάρξει διαφορά στο ύψος των εισφορών, θα γίνει συμψηφισμός των ασφαλιστικών εισφορών που υπολογίστηκαν με βάση το εισόδημα του 2015 και των εισφορών που αντιστοιχούν στο εισόδημα του 2016. Η διαφορά, εάν υπάρχει, θα συμψηφίζεται ισομερώς σε μηνιαία βάση μέχρι το τέλος του έτους.