Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ενώ ο διεθνής οργανισμός έχει διαμηνύσει στους Ευρωπαίους ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει με το σημερινό καθεστώς του συμβούλου.
Την επισήμανση αυτή έκανε χθες στις Βρυξέλλες πηγή της Ευρωζώνης, με αφορμή τη δημοσιότητα που έχει λάβει, κυρίως σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης, το ενδεχόμενο αποχώρησης του ΔΝΤ και ανάληψη του ελληνικού προγράμματος αποκλειστικά από τους Ευρωπαίους και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Η επιμονή ορισμένων χωρών του βορρά της Ευρωζώνης στην παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα έχει να κάνει με εσωτερικούς λόγους, οι οποίοι συνδυάζονται αυτή την περίοδο και με πολλές δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία.
Ειδικότερα, τουλάχιστον σε δύο χώρες, στην Ολλανδία και στη Γερμανία, και δευτερευόντως σε Φινλανδία και Αυστρία, υπάρχει ρητή δέσμευση των κυβερνήσεων προς τα εθνικά κοινοβούλια από το 2010 και την πρώτη διάσωση της Ελλάδας ότι αυτή θα γίνει από κοινού μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε στη συνέχεια και για τις διασώσεις της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, το δάνειο για τη διάσωση των τραπεζών στην Ισπανία και στην Κύπρο.
Στις Βρυξέλλες υπογραμμίζουν ότι η ολλανδική κυβέρνηση έχει διαμηνύσει σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή και σε υπουργικό, αλλά και σε ανώτατο ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί πάση θυσία η ολοκλήρωση της αξιολόγησης με συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και όχι αργότερα από τον Φεβρουάριο. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατόν, τότε θα πρέπει να «παγώσει» η αξιολόγηση μέχρι τις εκλογές της 15ης Μαρτίου στην Ολλανδία, αλλά και της περιόδου που θα απαιτηθεί για τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού που θα ακολουθήσει.
Με δεδομένο ότι στη χώρα αυτή το κόμμα του λαϊκιστή Γκέερτ Βίλντερς, σκληρού πολέμιου των ελληνικών διασώσεων, αναμένεται -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- να βρεθεί στη δεύτερη θέση (μετά τους Φιλελεύθερους του κ. Ρούτε), κανένας δεν θέλει λίγο πριν από τις εκλογές συζητήσεις για το ελληνικό πρόγραμμα.
Στη συνέχεια ακολουθούν τέσσερις γύροι εκλογικών αναμετρήσεων στη Γαλλία (δύο για τις προεδρικές και δύο για τις βουλευτικές) από τις 23 Απριλίου μέχρι τις 18 Ιουνίου και φυσικά στις 24 Σεπτεμβρίου οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εάν δεν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ μέσα στον Φεβρουάριο, το ελληνικό ζήτημα θα μπει στο «ψυγείο» μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου. Κι αυτό γιατί εάν αποχωρήσει το ΔΝΤ, θα πρέπει να υπάρξει ένα νέο πρόγραμμα υπό την αιγίδα του ΕΜΣ, που σημαίνει νέες διαπραγματεύσεις, εγκρίσεις σε επίπεδο Εurogroup και επικυρώσεις από εθνικά κοινοβούλια.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή της Ευρωζώνης, ένα νέο πρόγραμμα στο πλαίσιο του ΕΜΣ θα μπορούσε να εγκριθεί περί τα τέλη του χρόνου, εάν ληφθούν υπόψη οι εκλογικές αναμετρήσεις και το «πάγωμα» των συζητήσεων.
Μια τέτοια εξέλιξη είναι εντελώς απαγορευτική για την κυβέρνηση και τον οδικό χάρτη που έχει θέσει, δηλαδή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ποσοτική χαλάρωση, άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και έξοδο στις αγορές.
Επιπλέον, κι αυτό είναι το σοβαρότερο, η Ελλάδα έχει μπροστά της μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις. Όπως τονίζουν δε στη βελγική πρωτεύουσα, την άνοιξη μπορεί να μην υπάρξει πρόβλημα και να βρεθούν τα χρήματα από υπάρχοντα διαθέσιμα, ωστόσο στα μέσα του καλοκαιριού θα χρειαστούν άλλα 6-7 δισ. ευρώ για εξυπηρέτηση επίσης δανειακών υποχρεώσεων, τα οποία μπορούν να βρεθούν μόνο μέσω της δόσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Το ΔΝΤ έχει επίσης καταστήσει σαφές -και προς το παρόν εμμένει σε αυτή τη θέση- πως δεν προτίθεται να συνεχίσει να έχει παρουσία στο πρόγραμμα με τη σημερινή μορφή του συμβούλου, δηλαδή εάν δεν συμμετάσχει πλήρως, λέει ότι θα φύγει.
Με δεδομένο ότι το ΔΝΤ θεωρεί ότι το σημερινό πρόγραμμα δεν διασφαλίζει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, για να συμμετάσχει ζητεί εναλλακτικά είτε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους είτε μείωση των πλεονασμάτων κάτω του 3,5% είτε λήψη προληπτικών μέτρων από την κυβέρνηση, θέτοντας ως προϋπόθεση τη νομοθέτησή τους. Την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους αρνούνται στην παρούσα φάση οι Ευρωπαίοι δανειστές, παραπέμποντας για το 2018. Επίσης οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, αρνούνται κατηγορηματικά να δεχτούν μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να νομοθετήσει προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα.
Τα παραπάνω προκαλούν το σημερινό αδιέξοδο, ενώ στις Βρυξέλλες επισημαίνουν σε καθημερινή βάση πλέον ότι για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης απαιτείται πολιτική βούληση απ’ όλες τις πλευρές, η οποία προς το παρόν δεν υπάρχει. Εάν υπήρχε, οι επικεφαλής των θεσμών θα είχαν επιστρέψει στην Αθήνα. Καθοριστικό ραντεβού το Εurogroup της 26ης Ιανουαρίου, όπου θα φανεί κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του Φεβρουαρίου.