Την ανάγκη σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους επισημαίνει η Eurobank σε μελέτη της για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου την περίοδο Ιανουάριος 2017- Αύγουστος 2018 και εντεύθεν, ενώ χαρακτηρίζει ζωτικής σημασίας την ταχεία ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης του προγράμματος για να αποφευχθεί μια νέα επιδείνωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος.
Τη συγγραφή της έκθεσης με τίτλο «Χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου την περίοδο Ιανουάριος 2017- Αύγουστος 2018 και εντεύθεν, αξιολόγηση των συμφωνηθέντων βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας» επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Στη μελέτη επισημαίνεται ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου αναμένεται να ανέλθουν σε 16,9 δισ. το 2017 και 9,6 δισ. την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2018. «Στον βαθμό που θα αποφευχθούν σοβαρές καθυστερήσεις στις προγραμματισμένες εκταμιεύσεις των δανείων του επίσημου τομέα, οι εν λόγω ανάγκες αναμένεται να καλυφθούν επαρκώς μέσω εγχώριων πόρων (πρωτογενές πλεόνασμα και έσοδα από το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας) καθώς και της διαθέσιμης χρηματοδότησης από το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής» σημειώνεται.
Ως ο πλέον απαιτητικός μήνας του 2017 σε ό,τι αφορά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αναμένεται, σύμφωνα με την μελέτη, ο Ιούλιος, με την αντίστοιχη δαπάνη να διαμορφώνεται σε περίπου 7,4 δισ. (6,6 δισ. για την πληρωμή χρεολυσίων και 0,8 δισ. για την πληρωμή τόκων). Η μέση δαπάνη για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους (εκτός Ιουλίου) αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα των 0,75 δισ. ανά μήνα.
Τα ανωτέρω υποδηλώνουν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου είναι επαρκή για την κάλυψη των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους τους πρώτους 4-5 μήνες του τρέχοντος έτους, ακόμη και εν τη απουσία νέας εξωτερικής χρηματοδότησης της χώρας στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος.
Ωστόσο, η ταχεία ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης του προγράμματος χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις κρίνεται ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί μια νέα επιδείνωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος και να διατηρηθούν οι προσδοκίες για το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QΕ) της ΕΚΤ.
Ακόμη και σε περίπτωση απουσίας μέτρων μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να καλύψει τις καθαρές δανειακές ανάγκες της πενταετούς περιόδου μετά το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος (2019-2023) μέσω σχετικά περιορισμένου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (της τάξης των 7,5 δισ. ετησίως κατά μέσο όρο). Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου θα ήταν η σταδιακή επανάκτηση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές πριν το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η απουσία περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους (στο πλαίσιο του σχετικού μεσο-μακροπρόθεσμου πλαισίου που αποφασίστηκε στο Eurogroup της 25ης Μαρτίου 2016) θα απαιτούσε την εξασφάλιση σημαντικά υψηλότερου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της χώρας.
Ενδεικτικά, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου, ο δανεισμός αυτός θα έπρεπε να ανέλθει, κατά μέσο όρο, σε επίπεδα άνω των 20 δισ. ετησίως την περίοδο 2023-2033, σε περίπου 50 δισ. ετησίως την περίοδο 2034-2043 και σε 80 δισ. με 110 δισ. ετησίως την περίοδο 2044-2060.
Τέλος, σύμφωνα με τη μελέτη, οι εκτιμήσεις υποστηρίζουν την αναγκαιότητα περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα. Αυτό κρίνεται αναγκαίο για την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό δημόσιο μετά το 2023.
Η εμπροσθοβαρής εφαρμογή του πλαισίου αυτού θα ήταν προς όφελος όχι μόνον της Ελλάδας αλλά και των διεθνών πιστωτών καθώς θα συνέβαλε στην ταχύτερη εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αποτρέποντας την ανάγκη περαιτέρω χρηματοδότησης της χώρας από τον επίσημο τομέα μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.