Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Σχεδόν επτά στα δέκα ευρώ που κερδίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις καταβάλλονται ως φόρος, μία επιβάρυνση που αφενός στερεί ρευστότητα από τις εταιρείες, από την άλλη δεν αποδίδει ιδιαίτερα έσοδα στο ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με την κλαδική έρευνα με τίτλο «Ελληνική Επιχειρηματικότητα: Οικοδομώντας την Ανάπτυξη», που παρουσιάστηκε πριν από μερικές εβδομάδες από την Grant Thornton, πέρυσι οι ελληνικές επιχειρήσεις κατέβαλαν το 69% των προ φόρων κερδών τους ως φόρο, όταν το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 55%.
Αρνητικός παράγοντας η αύξηση των συντελεστών
Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι partners της Grant Thornton Μ. Μιχαλιός και Ν. Ιωάννου, οι ελληνικές εταιρείες εμφανίζουν μεγάλες ανάγκες για ρευστό και ένας ιδιαίτερα αρνητικός παράγοντας της έλλειψης είναι και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Η αύξηση αυτή, μάλιστα, δεν έχει ουσιαστικό όφελος για το κράτος, αφού χρόνο με τον χρόνο αποδεικνύεται ότι τα κρατικά έσοδα από φόρους μειώνονται, ενώ η διαδικασία αυτή στερεί ρευστότητα από τις επιχειρήσεις που θα μπορούσε να οδηγηθεί σε επενδύσεις.
Υπενθυμίζεται ότι η μελέτη, η οποία παρουσιάστηκε πρόσφατα, έθεσε στο μικροσκόπιο 8.000 εταιρείες από 92 κλάδους, εξετάζοντας τα στοιχεία τους από το 2009 έως το 2015. Το 92% είναι μικρομεσαίες εταιρείες, δηλαδή έχουν κύκλο εργασιών κάτω από 50 εκατ. ευρώ και μπορεί η συνεισφορά τους από πλευράς τζίρου ή λειτουργικής κερδοφορίας EBITDA να είναι μικρή (21% και 23% αντίστοιχα), αλλά αποτελούν τον βασικό εργοδότη, καθώς απασχολούν το 66% του εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις αυτές, το 2015 οι εταιρείες πέτυχαν συνολικά κέρδη προ φόρων 2,9 δισ. ευρώ και «αναγκάστηκαν» να καταβάλουν φόρους 2 δισ. ευρώ, όταν το 2009 τα συνολικά κέρδη ήταν 5,4 δισ. ευρώ και οι φόροι έφτασαν τα 3 δισ. ευρώ. Δηλαδή ενώ είχαμε στην εξαετία της κρίσης υποχώρηση προ φόρων κερδών 46,3%, οι φόροι μειώθηκαν μόνο 33,3%.
Χρηματοδοτικές ανάγκες ύψους 25 δισ. ευρώ
Η Grant Thornton επισημαίνει ότι η εξέλιξη αυτή είναι «ιδιαίτερα οδυνηρή» για τις εταιρείες, καθώς συνολικά οι ανάγκες χρηματοδότησης γι’ αυτές προσεγγίζουν τα 25 δισ. ευρώ για την κάλυψη δανειακών υποχρεώσεων και για κεφάλαια κίνησης. Το συνολικό αυτό ποσό προκύπτει αν συνυπολογιστούν οι εξής παράμετροι:
* Μία στις οκτώ εταιρείες έχει δανεισμό υψηλότερο των πωλήσεών της και ο οποίος φτάνει στα 14 δισ. ευρώ.
* Μία στις τέσσερις εταιρείες έχει αρνητικά κεφάλαια κίνησης, με το συνολικό έλλειμμα να διαμορφώνεται στα 12 δισ. ευρώ.
* Μία στις τέσσερις δεν έχει ικανά λειτουργικά κέρδη για να αποπληρώσει τους τόκους, δηλαδή τα EBITDA της είναι μικρότερα από τα χρηματοοικονομικά έξοδά της, και ο καθαρός δανεισμός που αντιστοιχεί σε αυτές φτάνει τα 10 δισ. ευρώ.
Συνυπολογίζοντας τους παραπάνω παράγοντες, προκύπτει αυτό το κενό των 25 δισ. ευρώ, το οποίο δημιουργεί προβληματισμό, καθώς το 2015 οι εταιρείες κατάφεραν να μειώσουν τον δανεισμό τους μόνο κατά 2,5%.
Τάσεις με στοιχεία ανθεκτικότητας για το 2016
Πάντως, σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας, οι εταιρείες συνολικά έχουν επιδείξει ανθεκτικότητα το 2015, με την τάση αυτή να μην αλλάζει και φέτος. Βέβαια, εκτιμάται οριακή αύξηση κύκλου εργασιών, ενώ δεν θα πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι μία στις δύο εταιρείες αντιμετωπίζει προβλήματα που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Από τη μελέτη φαίνεται ότι οι 48 από τους 92 κλάδους που μελετήθηκαν κατάφεραν να αυξήσουν κατά 6% τον κύκλο εργασιών τους την προηγούμενη χρονιά, όμως οι υπόλοιποι 44 κλάδοι παρέμειναν σε ρυθμούς ύφεσης, σημειώνοντας μείωση πωλήσεων κατά 11%.
Για φέτος εκτιμάται ότι 49 κλάδοι αναμένεται να σημειώσουν κάμψη πωλήσεων της τάξης του 5,3%.
Πέρυσι, επίσης, πέντε στις δέκα επιχειρήσεις κατάφεραν να εμφανίσουν αύξηση τζίρου, αλλά μόνο δύο απ’ αυτές κατάφεραν να μεταφράσουν την αύξηση αυτή σε κερδοφορία, που σημαίνει ότι προκειμένου να ανακτήσουν μερίδια αγοράς προχώρησαν σε πωλήσεις έως και κάτω του κόστους.
Ακόμη έξι στις δέκα επιχειρήσεις παρουσιάζουν κερδοφορία, που όμως δεν φαίνεται να αυξάνεται.
Η ελίτ
Από την κατηγοριοποίηση της Grant Thornton αναδεικνύεται μία ελίτ εταιρειών που φτάνει στο 25% του συνόλου και οι οποίες συνδυάζουν προοπτικές ανάπτυξης και χρηματοοικονομική υγεία.
Οι εταιρείες αυτές πραγματοποιούν το 36% των συνολικών πωλήσεων, ενώ επιβαρύνονται μόνο με το 16% των συνολικών δανείων και επίσης παρουσιάζουν το υψηλότερο μέσο περιθώριο κερδών προ φόρων που διαμορφώνεται στο 8%.
Οι εταιρείες αυτές, μάλιστα, σημείωσαν 22% μεταβολή EBITDA το 2015 έναντι μείωσης 35% των υπόλοιπων εταιρειών, γεγονός το οποίο αποδίδεται στη βελτιστοποίηση των εσωτερικών διαδικασιών, την καινοτομία, τις διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας κ.ά.
Οι εταιρείες αυτές, επίσης, σημείωσαν άνοδο πωλήσεων 25% όταν οι υπόλοιπες σημείωσαν πτώση 18% και επίσης πέτυχαν διπλασιασμό εξαγωγών, αύξησαν κατά 27% το προσωπικό τους και είχαν 6% απόδοση ενεργητικού, μέσα από την υλοποίηση επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό μονάδων παραγωγής, αλλά και σε νέες τεχνολογίες.