Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για εργαζόμενους και εργοδότες, τα οποία αφορούν σχεδόν όλα τα μείζονα ζητήματα της οργάνωσης και της ρύθμισης του χρόνου εργασίας. Η εκτίμηση του βαθμού που έχουν οι εργαζόμενοι να καθορίζουν τον χρόνο εργασίας τους, ο βαθμός που εργάζονται κάτω από πίεση χρόνου και ο βαθμός που υποχρεώνονται να εργαστούν πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας τους, καθώς και η διερεύνηση της δυνατότητας των απασχολούμενων να επηρεάσουν το περιεχόμενο και τη σειρά των εργασιών που αναλαμβάνουν είναι μερικοί από τους βασικούς στόχους της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για την οργάνωση της εργασίας.
Επίσης, η έρευνα προχωρά στην περιγραφή του χώρου εργασίας, στην εξέταση τυχόν εναλλαγών του χώρου αυτού, καθώς και στην εκτίμηση του χρόνου μετάβασης των εργαζομένων στην εργασία τους. Η έρευνα διεξήχθη παράλληλα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού το β’ τρίμηνο του 2015.
Οι κύριες διαπιστώσεις της έρευνας έχουν ως εξής:
1. Οι αυτοαπασχολούμενοι διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία οργάνωσης της εργασίας τους, αλλά είναι και αυτοί που συχνότερα αναγκάζονται να αλλάξουν ή να διευρύνουν το ωράριό τους.
2. Η πίεση χρόνου είναι αισθητή σε όλους τους απασχολούμενους, περισσότερο σε μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό.
3. Η ευελιξία στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας και η οργάνωση της εργασίας διαφέρουν ανάλογα με το δημογραφικό ή/και επαγγελματικό προφίλ των μισθωτών. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μεγαλύτερες ηλικίες διαθέτουν περισσότερη δυνατότητα έκτακτης απουσίας και μεγαλύτερη αυτονομία στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των εργασιών τους. Το αντίθετο συμβαίνει με τους ασκούντες στοιχειώδη επαγγέλματα και απασχολούμενους σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 εργαζόμενους, όπως επίσης και με τις νεότερες ηλικίες και τους αλλοδαπούς. Οι ίδιοι είναι επίσης αυτοί που εργάζονται συχνότερα κάτω από πίεση χρόνου.
4. Καταγραφή των ωρών εργασίας γίνεται για περίπου επτά στους δέκα μισθωτούς, με πιο διαδεδομένη πρακτική τη χειροκίνητη καταγραφή από τον προϊστάμενο ή συνάδελφο.
Δυνατότητα καθορισμού έναρξης και λήξης της εργασίας
1. Περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους δηλώνουν ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα να καθορίζουν την έναρξη ή τη λήξη της εργασίας τους. Το φαινόμενο είναι περισσότερο έντονο στους μισθωτούς, τις γυναίκες, στα άτομα κάτω των 34 ετών, στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας και στους απασχολούμενους. Περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους δηλώνουν ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα να καθορίζουν την έναρξη ή τη λήξη στους μισθωτούς, τις γυναίκες, τους αλλοδαπής υπηκοότητας και στους απασχολούμενους.
2. Περίπου ένας στους τέσσερις ερωτώμενους δηλώνει ότι καθορίζει ο ίδιος το ωράριό του. Αυτό εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό και στους εργαζόμενους στη γεωργία. Υψηλά ποσοστά εμφανίζονται επίσης και στους χειρώνακτες, στις ηλικίες άνω των 55 ετών και στα άτομα χαμηλότερης εκπαίδευσης.
3. Τέλος, το 18% των απασχολούμενων δηλώνει ότι έχει κάποια ευελιξία στις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης και οι κατηγορίες που ξεχωρίζουν είναι οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό και οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση.
Ανάγκη αλλαγής ωραρίου λόγω απαιτήσεων της εργασίας
Η ανάγκη αλλαγής ωραρίου προκύπτει είτε από απαιτήσεις των πελατών είτε από το αντικείμενο εργασίας. Για το 16% των εργαζομένων αυτό συμβαίνει κάθε εβδομάδα, ενώ για ένα άλλο 20% συμβαίνει μία φορά τον μήνα. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν συχνότερα το ζήτημα αλλαγής ωραρίου είναι οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους (με έως και 10 απασχολούμενους), οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις επιχειρηματικής οικονομίας και οι εργαζόμενοι αλλοδαπής υπηκοότητας. Για τους περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους (57%) η ανάγκη αλλαγής ωραρίου υπάρχει λιγότερο από μία φορά τον μήνα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η πλειονότητα των εργαζόμενων στον κλάδο των μη επιχειρηματικών υπηρεσιών (66%), των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με περισσότερούς από 10 απασχολούμενους (63,7%), των μισθωτών (67,1%) και των γυναικών (62,1%).
Δυνατότητα έκτακτης απουσίας από την εργασία
Περίπου 60% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι είναι «εύκολο» ή «πολύ εύκολο» να απουσιάσουν εκτάκτως για λίγες ώρες όταν υπάρχει οικογενειακός ή προσωπικός λόγος, ενώ το ποσοστό γίνεται περίπου 50% όταν η απουσία είναι για μία ή δύο ημέρες. Η δυνατότητα έκτακτης απουσίας είναι ευκολότερη για τους αυτοαπασχολούμενους ή τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση, τους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας, τους εργαζόμενους ελληνικής υπηκοότητας, και για τα άτομα που εργάζονται σε επιχειρήσεις με έως και 10 απασχολούμενους. Αντίθετα, εμφανίζεται περισσότερο περιορισμένη στους μισθωτούς και τις νεότερες ηλικίες.
Αυτονομία στην εργασία (σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό), δηλώνει παραπάνω από το 55% των ερευνηθέντων, ενώ τόσο στο σύνολο όσο και σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες η αυτονομία αφορά περισσότερο τη σειρά παρά το περιεχόμενο των εργασιών. Μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας εντοπίζεται στους αυτοαπασχολούμενους - περισσότερο σε αυτούς που απασχολούν προσωπικό. Επίσης, είναι εμφανώς υψηλότερη στον γεωργικό κλάδο, τις επιχειρήσεις με έως και 10 απασχολούμενους, στα άτομα ελληνικής υπηκοότητας, ενώ ενισχύεται με την ηλικία και το επίπεδο εξειδίκευσης του εργαζόμενου. Μικρότερη αυτονομία διαπιστώνεται στον βιομηχανικό κλάδο.
Πίεση χρόνου σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό δηλώνουν περίπου δύο στους τρεις ερωτώμενους. Τα ποσοστά είναι υψηλά για όλες ανεξαιρέτως τις εξεταζόμενες κατηγορίες και σε λίγες μόνο περιπτώσεις πέφτουν κάτω από το 60%. Αυτές αφορούν τον γεωργικό κλάδο, τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό και τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση. Αντίθετα, σημειώνονται υψηλότερα ποσοστά στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας, τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 απασχολούμενους και τους μισθωτούς. Γενικά τα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας, τα άτομα σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 απασχολούμενους και οι ασκούντες στοιχειώδη επαγγέλματα έχουν μικρότερη δυνατότητα απουσίας, μικρότερη αυτονομία και μεγαλύτερη πίεση χρόνου στην εργασία τους, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τους εργαζόμενους ηλικίας 55 και άνω.
Αλλαγή χώρου
Σχεδόν τρεις στους τέσσερις ερωτώμενους δηλώνουν ότι δεν αλλάζουν ποτέ χώρο εργασίας. Αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο τους εργαζόμενους στους κλάδους των μη επιχειρηματικών υπηρεσιών (δηλαδή σε δημόσια διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση) και τους μη χειρώνακτες ανεξαρτήτως εξειδίκευσης. Το 13% αλλάζει χώρο εργασίας τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Ξεχωρίζουν περισσότερο οι εργαζόμενοι στον γεωργικό κλάδο, οι εξειδικευμένοι χειρώνακτες και οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό. Περίπου 6% αλλάζει χώρο εργασίας σπανιότερα από μία φορά την εβδομάδα. Τα άτομα που εργάζονται σε εγκαταστάσεις του εργοδότη ή δικές τους αλλάζουν σπανιότατα χώρο εργασίας, ενώ το αντίθετο ισχύει για τα άτομα που εργάζονται σε οχήματα, αεροπλάνα ή πλοία.
Κύριος χώρος εργασίας
Περισσότεροι από επτά στους δέκα ερωτώμενους εργάζονται σε κτηριακές εγκαταστάσεις είτε δικές τους είτε του εργοδότη τους. Τα σχετικά ποσοστά είναι υψηλοτέρα για τα άτομα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τους μισθωτούς, τους ασκούντες μη χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα άτομα σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 απασχολούμενους, καθώς και στον κλάδο των υπηρεσιών. Το 11% των ερωτώμενων απάντησε ότι εργάζεται στην ύπαιθρο. Το υψηλότερο ποσοστό σε αυτή τη κατηγορία αφορά εργαζόμενους στον πρωτογενή τομέα (74%). Το ποσοστό είναι υψηλό και στις περιπτώσεις των ατόμων με εξειδικευμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα και στα συμβοηθούντα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων. Γενικότερα, είναι υψηλότερο στα άτομα μεγαλύτερων ηλικιών και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Τέλος σε ό,τι αφορά τη χρονική διάρκεια μετάβασης από τον τόπο διαμονής στην εργασία, διαπιστώνεται από την έρευνα ότι ο μέσος χρόνος μετάβασης στην κύρια εργασία είναι περίπου 20 λεπτά. Οι περισσότερο έντονες διαφορές εμφανίζονται μεταξύ εργαζομένων που διαμένουν σε περιοχές διαφορετικού βαθμού αστικοποίησης, που έχουν διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, διαφορετική θέση στο επάγγελμα και εργάζονται σε διαφορετικού μεγέθους επιχειρήσεις.