Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ευκαιρία ύψους 5,2 δισ. δολαρίων (περί τα 4,7 δισ. ευρώ) βρίσκεται στην αγορά τυροκομικών των ΗΠΑ για τις ευρωπαϊκές και κατ’ επέκταση για τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες, στον βαθμό που επιτευχθεί αναγνώριση της προστασίας των ονομασιών προέλευσης των τυροκομικών προϊόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) μεταξύ της Ε.Ε. και της νέας πλέον κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Τα στοιχεία μελέτης της Informa Economics IEG, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του αμερικανικού Consortium For Common Food Names (σ.σ.: μια συμμαχία εταιρειών και οργανώσεων που ασχολούνται με τη διατήρηση του δικαιώματος χρήσης κοινών όρων τροφίμων), μέρος της οποίας δημοσιοποίησε πρόσφατα ο Οργανισμός International Dairy Foods Association, περιγράφουν το μέγεθος των προβλημάτων που θα προκληθούν στην αγορά των ΗΠΑ εφόσον αναγνωριστούν τα ΠΟΠ τυροκομικά, ενώ με μια δεύτερη, «ανάποδη» ανάγνωση διαπιστώνονται οι ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν για την ευρωπαϊκή αγορά.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη μελέτη, «το ενδεχόμενο αναγνώρισης της προστασίας των ΠΟΠ-ΠΓΕ τυριών θα επιφέρει απώλειες δισεκατομμυρίων δολαρίων στην τοπική βιομηχανία καθώς και στους παραγωγούς».
Συγκεκριμένα, στη μελέτη επισημαίνεται ότι «οι Αμερικανοί καταναλωτές θα επιλέγουν εισαγόμενα τυριά που θα φέρουν τις ονομασίες που αναγνωρίζουν εις βάρος των τοπικά παραγόμενων τυριών που θα αναγκαστούν να αλλάξουν ονομασία, στο πλαίσιο της συμμόρφωσης στο ενδεχόμενο παραδοχής της προστασίας των ευρωπαϊκών ονομασιών προστασίας προέλευσης».
Μάλιστα, η μελέτη αναφέρει ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης τυριού κατά 21%, γεγονός που μεταφράζεται σε απώλεια 5,2 δισ. δολαρίων (4,7 δισ. ευρώ) στον τζίρο των τυριών μέσα σε μια δεκαετία.
Αντίστοιχα, θα μειώσει το περιθώριο κέρδους των παραγωγών χαμηλότερα από το σημείο ισορροπίας εσόδων-εξόδων για τα έξι από τα δέκα χρόνια, «αφαιρώντας» σωρευτικά από τον κλάδο το ποσό των 59 δισ. δολαρίων (54,2 δισ. ευρώ) από τον κύκλο εργασιών του. Στο πλαίσιο αυτό απειλείται και το ζωικό κεφάλαιο, το οποίο αναμένεται να μειωθεί έως και 9%, ή σε απόλυτο νούμερο κατά 852.000 αγελάδες.
Επιπροσθέτως μια «αποδοχή» των ΠΟΠ-ΠΓΕ ευρωπαϊκών τυριών στα ράφια θα σηματοδοτήσει τη διακοπή εξειδικευμένων γραμμών παραγωγής σε εργοστάσια αμερικανικών βιομηχανιών.
Η έκθεση φτάνει στο σημείο να υπογραμμίσει ότι οι επιπτώσεις ξεπερνούν τα όρια του κλάδου, καθώς αναφέρει ότι «οι επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία θα είναι μεγάλες αφού “απειλούνται” έως και 175.000 θέσεις εργασίας στον ευρύτερο πρωτογενή τομέα και 23 δισ. δολ. (21,1 δισ. ευρώ) Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν βραχυπρόθεσμα!».
Επί της ουσίας, γίνεται η εξής παραδοχή: ο τζίρος δισεκατομμυρίων που σήμερα απολαμβάνουν οι αμερικανικές γαλακτοβιομηχανίες οι οποίες εκμεταλλεύονται στο έπακρο την όποια προστιθέμενη αξία έχουν οι ονομασίες, παρμεζάνα, φέτα, gorgonzola κ.τ.λ., θα περάσει σε ευρωπαϊκά χέρια, καθώς οι εξαγωγές τυριών από την Ε.Ε. θα αυξηθούν, η κτηνοτροφία θα ενισχυθεί και κατ’ επέκταση θα ενταθεί η απασχόληση στις ευρωπαϊκές αγορές. Το βασικό «επιχείρημα» των Αμερικανών βασίζεται στο γεγονός ότι οι ονομασίες των τυριών όπως η φέτα και η παρμεζάνα είναι «κοινές» και χρησιμοποιούνται και αναγνωρίζονται διεθνώς, συνεπώς θεωρούν αδικαιολόγητη τη θέση της Ε.Ε.
Ακόμα, ενδεχόμενη επικράτηση των ευρωπαϊκών ΠΟΠ- ΠΓΕ τυριών στα αμερικανικά ράφια εκτιμάται ότι θα περιορίσει τις επιλογές και θα αναγκάσει τους καταναλωτές να πληρώσουν περισσότερα για τις ποικιλίες τυριών με γνωστά σήματα. Είναι εντυπωσιακό, επίσης, ότι τα σχόλια των αναλυτών της έκθεσης αγγίζουν τα όρια του εμπαιγμού, καθώς όχι μόνο παραγνωρίζουν την ποιότητα που συνοδεύει τα ευρωπαϊκά ΠΟΠ-ΠΓΕ γαλακτοκομικά, αλλά αφήνουν υπαινιγμό ότι τα αμερικάνικα «μαϊμού» τυριά είναι ποιοτικότερα από τα πρότυπα ευρωπαϊκά.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική έκθεση, «αν οι Ευρωπαίοι θέλουν οι καταναλωτές των ΗΠΑ να αγοράζουν το τυρί τους, η απάντηση δεν βρίσκεται σε κινήσεις εξάλειψης του ανταγωνισμού, αλλά στο να παράγουν ένα ποιοτικό προϊόν σε ανταγωνιστικές τιμές, όπως ακριβώς κάνουν οι Αμερικανοί τυροκόμοι τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό».
Σε κάθε περίπτωση, το βασικότερο -ίσως- συμπέρασμα είναι ότι επί αμερικανικού εδάφους υπάρχουν κοινοπραξίες που κινούνται στοχευμένα προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της αμερικανικής πραγματικής οικονομίας, των παραγωγών και της βιομηχανίας. Εν αντιθέσει, σε επίπεδο Ε.Ε. -πολλώ δε μάλλον σε ελληνικό- δεν έχει δημοσιοποιηθεί αντίστοιχη μελέτη, η οποία να υποδηλώνει με τόσο σαφή τρόπο τα οφέλη που θα έχουν οι ευρωπαϊκές χώρες παραγωγοί τυροκομικών και κατ’ επέκταση να θωρακίσει ακόμα περισσότερο την όποια διαπραγματευτική ισχύ έναντι της TTIP.