Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Αυτά τα μέτρα οδηγούν την Ελλάδα σε περαιτέρω ύφεση, συμπέρανε πριν από λίγες εβδομάδες ο νέος υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, ως βασικός εκπονητής έκθεσης του αμερικανικού Levy Economics Institute.
Ο νέος «τσάρος» της ανάπτυξης ακολουθεί τα χνάρια του νεο-κεϋνσιανισμού που εισήγαγε ο Hyman Minsky από τη δεκαετία του ’60. Στις αναλύσεις του δίνει έμφαση στην πλευρά της ζήτησης και τάσσεται αναφανδόν κατά της περιοριστικής πολιτικής.
Φιλοξενούμενος στο στούντιο της «Ν» τη δραματική χρονιά του 2015, έκανε έκδηλη την απογοήτευσή του από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές της, και προσέδιδε χαρακτηριστικά «επιστημονικής φαντασίας» στο σχέδιο Βαρουφάκη για παράλληλο νόμισμα, παρά το γεγονός ότι και το Levy, από το 2013, είχε προβάλλει την ιδέα για ένα παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Με τη διαφορά ότι η δική του πρόταση απέρριπτε μια μονομερή ενέργεια της Ελλάδας και έθετε ως προϋπόθεση την έγκριση της ΤτΕ και της ΕΚΤ.
Ο ίδιος είχε επισημάνει τον κίνδυνο η Ελλάδα να καταστεί «μπανανία», μέσα από τις πολιτικές με τις οποίες φλέρταρε τότε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, διαχωρίζοντας τη δική του πρόταση για παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα από την επιστροφή στη δραχμή.
Είχε επίσης εκφράσει την εκτίμηση ότι ουδέποτε υπήρξε αληθινή διαφοροποίηση ανάμεσα στην Άγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την Ελλάδα, αναγνωρίζοντας ότι στη Γερμανία υπάρχουν πράγματι στο τραπέζι σχέδια για ένα ενδεχόμενο Grexit.
Εξηγώντας τον ρόλο των ΗΠΑ στην ελληνική υπόθεση, τόνιζε ότι αυτό που τις ενδιαφέρει είναι η γεωπολιτική παράμετρος. «Αν ήθελαν να κάνουν κάτι παραπάνω για την Ελλάδα, θα είχαν παρέμβει μέσω του ΔΝΤ, και δεν το έχουν κάνει».
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου θεωρεί αναμφίβολο ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, φέρνοντας το παράδειγμα ότι ανήκει στις χώρες με την υψηλότερη φοροδιαφυγή. Με μεγαλύτερη έμφαση ωστόσο μιλά για την ανάγκη ενός αναπτυξιακού προγράμματος· Η ελληνική οικονομία οδεύει προς βαθύτερη ύφεση, «εκτός και αν άλλες συνιστώσες της συνολικής ζήτησης αυξηθούν σε βαθμό που θα αντισταθμίσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της δημοσιονομικής λιτότητας στην παραγωγή και την απασχόληση».
Το ερώτημα είναι κατά πόσο ο νέος υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης αποδίδει στην ίδια την κυβέρνηση, για παράδειγμα, την επιλογή της «οξείας αύξησης των φόρων εισοδήματος και περιουσίας», και σε ποιον βαθμό θα επιχειρήσει από το νέο του πόστο να αλλάξει την ατζέντα της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.