Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Καθυστερήσεις και ρίσκα «βλέπουν» οι τραπεζίτες στο υφιστάμενο περιβάλλον προβληματικών δανείων, με τους αναλυτές να φθάνουν σε εκτιμήσεις για πιθανότητα να χρειαστεί ο κλάδος νέα κεφάλαια. Καθώς ο χρόνος μετρά ήδη αντίστροφα, οι ελλείψεις στο νομοθετικό πλαίσιο, η καθυστέρηση στη λειτουργία της αγοράς διαχείρισης και πώλησης «κόκκινων» δανείων και η παρατεινόμενη ύφεση εντείνουν την αβεβαιότητα, τόσο στους ίδιους τους τραπεζίτες που αμφισβητούν τη δυνατότητα του κλάδου να πιάσει τους στόχους, όσο και στους επενδυτές που αμφισβητούν με τη σειρά τους το στόρι της ανάκαμψης.
Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, ενδεικτικό του προβλήματος είναι ότι στο τρίτο τρίμηνο συγκρατήθηκε με δυσκολία η άνοδος των NPEs, ενώ ήδη τα έξι στα δέκα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τα σχεδόν επτά στα δέκα των επαγγελματιών είναι στο «κόκκινο», όπως και τα τρία στα δέκα δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων. Για τα τελευταία είναι κρίσιμη η νομοθέτηση του πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η βελτίωση του πτωχευτικού.
Παρότι σήμερα οι τράπεζες έχουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, το υψηλό στοκ προβληματικών δανείων και ο χαμηλός ρυθμός «θεραπείας» δημιουργούν ερωτηματικά στους αναλυτές και επενδυτές για την ικανότητα του κλάδου να μπει σε τροχιά ανάκαμψης και να επιτύχει τον στόχο της κερδοφορίας, κατ' αρχάς οριακά φέτος και σταθερά τα επόμενα χρόνια.
Η σκιά μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης παραμένει πάνω από το εγχώριο σύστημα και μόνη διέξοδος είναι η μείωση των NPEs, η ενίσχυση της κερδοφορίας και άρα των εποπτικών κεφαλαίων και της ποιότητάς τους, καθώς σήμερα περί το 50% αυτών αναλογεί σε αναβαλλόμενο φόρο. Η μετατροπή του είναι στις προτεραιότητες του κλάδου αφού πρόκειται για μια γκρίζα ζώνη, με συχνές συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον τρόπο αντιμετώπισής του.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, στο γ' τρίμηνο με δυσκολία συγκρατήθηκε η άνοδος των NPEs, ενώ ήδη τα έξι στα δέκα δάνεια των μμεκαι τα σχεδόν επτά στα δέκα των επαγγελματιών είναι στο «κόκκινο».
Το πιο κρίσιμο έτος για το εγχώριο σύστημα είναι το 2018, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών και επενδυτικών οίκων. Τότε θα έχει αποτυπωθεί η πρόοδος στη μείωση των NPEs -στη διετία 2018 και 2019 έχει πέσει το βάρος του σχεδιασμού- και θα υπάρχει, όπως εκτιμάτα, η εικόνα για την ανάγκη ή μη νέων κεφαλαίων. Το επόμενο έτος έχει μεταβατικό χαρακτήρα και με βάση τη στοχοδοσία που έχει συμφωνηθεί, το 2017 θα πρέπει να επιτευχθεί μείωση των NPEs κατά 7 δισ. ευρώ, κατά 16 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 19 δισ. ευρώ το 2019.
Το 2016 είναι στην πραγματικότητα «χαμένο». Η καθυστέρηση στην αξιολόγηση και η διατήρηση βαθιάς ύφεσης εμποδίζουν τις κινήσεις συστηματικής αναδιάρθρωσης, όπως και η ολιγωρία στην ολοκλήρωση του νομοθετικού πλαισίου, αφού μόλις τώρα δρομολογείται η ψήφιση του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Και στην έναρξη λειτουργίας της αγοράς διαχείρισης και πώλησης «κόκκινων» δανείων διαπιστώνεται καθυστέρηση και αυτές τις ημέρες οι υποψήφιες εταιρείες απαντούν στις παρατηρήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος επί των φακέλων που έχουν καταθέσει.
Το θέμα των «κόκκινων» δανείων αναδεικνύεται ως μείζον, όπως επανέλαβε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στη Βουλή και χθες επίσης το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μπενουά Κερέ σε ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο. Ο κ. Κερέ αναφέρθηκε αναλυτικά στην ανάγκη να υπάρχει ισχυρό νομικό πλαίσιο και απαρίθμησε μάλιστα τις ελλείψεις όσον αφορά τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και τον πτωχευτικό κώδικα. Μάλιστα στο πτωχευτικό θα γίνει και η ρύθμιση για την απομάκρυνση των μη συνεργαζόμενων μετόχων, στην οποία αναφέρθηκε και ο κ. Στουρνάρας και είναι καίρια.
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν 108,4 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενη έκθεση με στοιχεία εξαμήνου, το 45,1% του συνόλου. Τα NPEs στα στεγαστικά είναι το 41,8%, στα καταναλωτικά το 55,3% και στα επιχειρηματικά το 44,7%, εκ των οποίων τα επαγγελματικά δάνεια είναι σε ποσοστό 67,2% προβληματικά, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε ποσοστό 59,9%, των μεγάλων επιχειρήσεων το 29,1%, στη ναυτιλία το 27,4% και στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις το 29%.