Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
H διεύρυνση του κοινωνικού και πολιτικού μετώπου κατά των ακραίων απόψεων που εκφράζουν οι εκπρόσωποι των θεσμών στα ζητήματα της οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων αποτελεί στρατηγικό στόχο της κυβέρνησης εν όψει του νέου γύρου των διαπραγματεύσεων, οι οποίες πρόκειται να ξεκινήσουν τον Σεπτέμβριο.
Ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος έχοντας ήδη διασφαλίσει ένα minimum συναίνεσης στο εσωτερικό της χώρας με τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων, επιδιώκει να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ικανότητα και μέσω της αξιοποίησης του ρόλου της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, αλλά και μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, ενώ παράλληλα αναζητεί την ενεργό συμπαράσταση πολιτικών παραγόντων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που είναι αντίθετες με τις προτάσεις των θεσμών και κυρίως των εκπροσώπων του ΔΝΤ.
Με δήλωσή του στη «Ν», ο υπουργός Εργασίας επισημαίνει ότι το θέμα της χρηματοδότησης των συνδικάτων «είναι ένα ζήτημα που θέλω να το συζητήσω με τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του φθινοπώρου, ώστε να βρεθεί ένας κοινός τόπος στο πλαίσιο του Συντάγματος και της 135ης Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας».
Ο κ. Κατρούγκαλος μιλώντας χθες στην ΕΡΤ ανέφερε ότι η χώρα χρειάζεται νέες θέσεις εργασίας και όχι απολύσεις, ενώ επέκρινε το ΔΝΤ για την επιμονή του σε αυτά τα θέματα, λέγοντας πως «οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις του ΔΝΤ δεν έχουν θέση στην Ευρώπη και δεν ταιριάζουν με το DNA της». Επίσης, ο κ. Κατρούγκαλος ανέφερε πως μετά τις 15 Σεπτεμβρίου θα διοργανωθεί στην Αθήνα ένα διεθνές συνέδριο για τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων με τη συμμετοχή ευρωπαϊκών συνδικάτων και Ευρωπαίων υπουργών που διαφωνούν με νεοφιλελεύθερες επιλογές.
«Στόχος της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση είναι να αποτραπεί η γενικευμένη απορρύθμιση στην αγορά εργασίας», σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, ο οποίος τόνισε πως το θέμα των ομαδικών απολύσεων αποτελεί «κόκκινη γραμμή», ενώ σημείωσε ότι στη διαπραγμάτευση η κυβέρνηση δεν προσέρχεται αμυντικά, αλλά θέτει ζητήματα όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω των οποίων θα καθορίζεται και ο κατώτατος μισθός, όπως γινόταν πριν από την εφαρμογή της 6ης πράξης του υπουργικού συμβουλίου του 2012.
Η ατζέντα των εργασιακών σχέσεων θα αποτελέσει ένα από τα βασικά θέματα της συνάντησης που θα έχει σήμερα ο κ. Κατρούγκαλος με τους προέδρους της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Βασίλη Κορκίδη και Γιώργο Καββαθά αντίστοιχα. Στη σημερινή συνάντηση θα συζητηθούν και θέματα που αφορούν το ασφαλιστικό των ελεύθερων επαγγελματιών - εμπόρων - βιοτεχνών, την ενίσχυση της απασχόλησης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας, καθώς και στοχευμένες πολιτικές ανά κλάδο για την ανάσχεση της ανεργίας. Οι τρεις αυτοί κεντρικοί άξονες (εργασιακό - ανεργία - ασφαλιστικό) θα αποτελέσουν και το πλαίσιο ημερίδας που θα διοργανώσει το υπουργείο Εργασίας στις 31 Αυγούστου σε συνεργασία με τα εμπορικά επιμελητήρια όλης της χώρας και τις τριτοβάθμιες οργανώσεις της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΒΕΕ.
Εθνική σύμβαση και ισχύς κλαδικών
Βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης στο θέμα των εργασιακών σχέσεων είναι η επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσα από ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και η θωράκιση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες έχουν συρρικνωθεί δραστικά τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων που θεωρείται «κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση, το υπουργείο Εργασίας εκτιμά ότι τα συγκριτικά στοιχεία από όλη την Ευρώπη, τα οποία έχει επιβεβαιώσει με εκθέσεις του το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, αλλά και η αξιολόγηση του εθνικού θεσμικού πλαισίου και των διαδικασιών, έχουν καταδείξει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι εναρμονισμένο με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς κανόνες.
Επίσης, ένα από τα πιο λεπτά και ευαίσθητα θέματα στην ατζέντα των εργασιακών σχέσεων είναι και ο συνδικαλιστικός νόμος 1264/1982, ο οποίος επί 34 χρόνια διέπει τη λειτουργία των συνδικάτων, και μεταξύ άλλων καθορίζει και τους όρους και τις προϋποθέσεις κήρυξης των απεργιών. Το θέμα αλλαγής του συγκεκριμένου νόμου έχει ήδη τεθεί από τους εκπροσώπους των θεσμών, οι οποίοι ζητούν να θεσμοθετηθούν νέοι περιοριστικοί όροι για την άσκηση του δικαιώματος κήρυξης των απεργιών.
Από την πλευρά τους, κατηγορηματικά αντίθετα είναι τα συνδικάτα στο θέμα της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου. Τα συνδικάτα θεωρούν ότι ο ν.1264/82 αποτελεί «ιστορικό και εμβληματικό μεταπολιτευτικό νομοθέτημα, το οποίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ορόσημο για τα θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα».
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ ο συγκεκριμένος νόμος «περιέχει την ελάχιστη προστασία της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης και ειδικά για την απεργία θέτει πολλές και αυστηρότατες προϋποθέσεις για την κήρυξή της (σύγκληση γενικής συνέλευσης, μυστική ψηφοφορία, τήρηση προθεσμιών προειδοποίησης, τοποθέτηση προσωπικού ασφαλείας ή ελάχιστης λειτουργίας για τις κοινωφελείς επιχειρήσεις)».