Η αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης και οι περιορισμένες δυνατότητες ανάπτυξης της αγοράς οδηγούν σε μείωση της εγχώριας παραγωγής επίπλων οικιακής χρήσης.
Ο κλάδος των επίπλων οικιακής χρήσης χαρακτηρίζεται από διασπορά των μεριδίων αγοράς σε ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους. Ωστόσο, η όξυνση του ανταγωνισμού έχει ως αποτέλεσμα οι μεγάλες παραγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις να ενισχύουν τη θέση τους, περιορίζοντας αντίστοιχα το μερίδιο των μικρότερων μονάδων. Η αγορά εκτιμάται ότι δεν παρουσιάζει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και η εξέλιξή της θεωρείται άμεσα συνδεδεμένη με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες και ιδιαίτερα με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην κλαδική μελέτη που εκπόνησε η ICAP και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς των επίπλων οικιακής χρήσης ανά κύρια κατηγορία προϊόντων:
«Οι παραδοσιακές, μικρού μεγέθους επιχειρήσεις συνεχίζουν να κυριαρχούν στον τομέα της παραγωγής επίπλων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι συγκεντρώνουν περίπου το 72% της συνολικής παραγωγής, ποσοστό το οποίο σταδιακά περιορίζεται. Οι επιχειρήσεις αυτές συνήθως δεν διαθέτουν αυτοματοποιημένη παραγωγή και σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ παρουσιάζουν και έλλειψη εκθεσιακών χώρων και οργανωμένου δικτύου πωλήσεων. Στον εισαγωγικό τομέα παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση, καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αυτόν είναι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Τα τελευταία έτη στον κλάδο έχουν εισέλθει επίσης πολυκαταστήματα και αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Η εγχώρια παραγωγή επίπλων οικιακής χρήσης ακολούθησε φθίνουσα πορεία κατά το χρονικό διάστημα 2000-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5,2% σε ποσότητα και 1,3% σε αξία, γεγονός το οποίο αποδίδεται στη συρρίκνωση πολλών μικρών και μεσαίων παραγωγών. Οι εισαγωγές επίπλων, αντίθετα, εμφάνισαν αύξηση, ενώ η αξία αυτών μεταξύ των ετών 2000 και 2004 εκτιμάται ότι διπλασιάστηκε. Η εισαγωγική διείσδυση προσέγγισε το 30% το 2004. Κυριότερη ευρωπαϊκή χώρα εισαγωγής είναι η Ιταλία, ενώ εκτός της Ε.Ε. σημαντικοί προμηθευτές είναι η Τουρκία και η Κίνα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς ακολούθησε ανοδική πορεία κατά το διάστημα 2000-2004 βάσει αξίας, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,8%. Η αγορά επίπλων οικιακής χρήσης σε ποσότητα εμφάνισε μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 2,8% κατά την περίοδο 2000-2004. Οι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις υπολογίζεται ότι συγκέντρωσαν το 45% περίπου της συνολικής εγχώριας αγοράς επίπλων οικιακής χρήσης βάσει αξίας.
Όσον αφορά στις επιμέρους κατηγορίες επίπλων οικιακής χρήσης, τα έπιπλα καθιστικού εκτιμάται ότι κατέλαβαν το 54% σχεδόν της εγχώριας αγοράς σε αξία το 2004. Τα έπιπλα τραπεζαρίας κατέλαβαν το 21% περίπου και τα έπιπλα υπνοδωματίου το 25%.
Η ζήτηση των επίπλων οικιακής χρήσης προέρχεται από τα νέα νοικοκυριά και τα παλαιότερα τα οποία επιθυμούν την αντικατάσταση των υπαρχόντων επίπλων. Είναι συνεπώς άμεσα συνυφασμένη με την εξέλιξη της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες δημιουργούν νέα νοικοκυριά (γάμοι, φοιτητές που σπουδάζουν μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας τους κλπ). Σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας η απόφαση αντικατάστασης των επίπλων συχνά αναβάλλεται. Εναλλακτικά, οι καταναλωτές στρέφονται προς οικονομικότερα προϊόντα ή επιδιώκουν να πραγματοποιούν τις αγορές τους με ευκολίες πληρωμής.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, τα περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς εκτιμώνται ως περιορισμένα, ενώ ο εντεινόμενος ανταγωνισμός και η βαθμιαία αύξηση της συγκέντρωσης της αγοράς ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεταβολές στην κατανομή των μεριδίων των επιχειρήσεων του κλάδου. Την περίοδο 2005-2006 η εγχώρια αγορά των επίπλων οικιακής χρήσης αναμένεται να εμφανίσει σταθεροποιητικές τάσεις, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1%. Οι εισαγωγές προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, αποσπώντας μερίδιο από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα».