Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Σε αναμονή φαίνεται να μπαίνουν όλες οι εξελίξεις που αφορούν τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο μετά το Brexit.
Από τις σκέψεις για χαλάρωση των capital controls ως τη χρηματιστηριακή ανάκαμψη, την αξιοποίηση της επιτυχούς αξιολόγησης και του waiver και τον σχεδιασμό για «κόκκινα» δάνεια και χρηματοδότηση, όλα τα στοιχεία της στρατηγικής του κλάδου θα επανεξεταστούν με γνώμονα το Brexit και αφού διαμορφωθεί μια βάσιμη εικόνα για την επόμενη μέρα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τραπεζικά στελέχη εξηγούν στη «Ν» ότι δεν μπορούν να γίνουν εκτιμήσεις επί του παρόντος ούτε για το χρονοδιάγραμμα των εξελίξεων, πότε δηλαδή θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα είναι ασφαλείς οι προβλέψεις για το νέο περιβάλλον στην Ευρώπη.
Μόνο ασκήσεις επί χάρτου μπορούν να γίνουν και αυτή τη στιγμή η μόνη σιγουριά εντοπίζεται στην επάνοδο της αβεβαιότητας και για την ελληνική οικονομία.
Την ευρωπαϊκή ατζέντα μονοπωλεί η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Moody’s -η οποία «ξέχασε» εν όψει των γεγονότων να προχωρήσει σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας την περασμένη Παρασκευή- η αβεβαιότητα που προκαλεί το Brexit μπορεί να επιφέρει πλήγμα στην εμπιστοσύνη σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπονομεύοντας την οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης, ενώ σημειώνει ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό πλήττεται η εμπιστοσύνη.
«Παγώνει» η χαλάρωση των capital controls
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πιθανή έως την προηγούμενη Πέμπτη χαλάρωση των capital controls «παγώνει» μέχρι νεωτέρας.
Σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος, την ώρα που πιστεύαμε ότι ξεκινάει περίοδος θετικών εξελίξεων για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία, το Brexit επηρεάζει πολύ αρνητικά την προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης.
Σημειώνεται ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ζητούσε -και μάλιστα έβρισκε ευήκοα ώτα- κάποιες κινήσεις χαλάρωσης των κεφαλαιακών ελέγχων, κατ’ αρχάς για διευκόλυνση των επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα στον τομέα των εισαγωγών και συγκεκριμένα όσον αφορά την επέκταση της δυνατότητας αναλήψεων και κυρίως για την απελευθέρωση του «νέου χρήματος» με στόχο την επιστροφή κεφαλαίων στο σύστημα. Αυτή η συζήτηση πάει πίσω, όπως και η προσπάθεια χρηματιστηριακής ανάκαμψης.
Η Παρασκευή του sell off ήταν μια ένδειξη αφού οι τραπεζικές μετοχές έχασαν το 30% και 3 δισ. ευρώ της ήδη πιεσμένης κεφαλαιοποίησής τους.
Η σύγκριση με τη συμπεριφορά μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών -και της περιφέρειας- τις τοποθετεί στους μεγάλους χαμένους, παρότι άμεσο πλήγμα από το Brexit δεν υπάρχει, κάτι που σχετίζεται και με τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα των επενδυτών στον εγχώριο κλάδο, αλλά και με το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης.
Ακόμη και η κυβέρνηση φαίνεται να αναγνωρίζει ότι ο κίνδυνος για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας θα επηρεάσει πολλαπλασιαστικά την Ελλάδα. Στις προοπτικές εγχώριας ανάκαμψης οι ελληνικές τράπεζες έχουν στηρίξει τον σχεδιασμό για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, όπως και τις εκτιμήσεις για αύξηση της υγιούς ζήτησης για χρηματοδότηση.
Αναθεώρηση προσδοκιών για επάνοδο καταθέσεων
Παράλληλα, και οι προσδοκίες για επάνοδο καταθέσεων επανεξετάζονται: οι τράπεζες μετά την επαναφορά του waiver και τη θετική είδηση της αξιολόγησης ανέμεναν περί τα 3 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους, κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη νέα επιβάρυνση της ψυχολογίας εν όψει ανησυχίας για το μέλλον της Ευρώπης.
Είναι ενδεικτικό ότι τα capital controls λειτούργησαν σε αυτή την περίπτωση ως «ασπίδα» για το σύστημα, όπως παραδέχεται και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Προβληματισμό διατυπώνουν οι Έλληνες τραπεζίτες για το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται και για τις επιπτώσεις για την Ελλάδα που πλέον δεν μπορεί να περιμένει γρήγορα μια θετική απόφαση για το χρέος και ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενώ μένει να διαπιστωθεί αν η στάση των εταίρων κατά τη δεύτερη αξιολόγηση του Σεπτεμβρίου θα σκληρύνει.
Ανασχετικοί παράγοντες
Με βάση τα μεγέθη τριμήνου, οι τράπεζες έδειχναν να «κλειδώνουν» κερδοφορία για φέτος, καθώς οι διοικήσεις τους διατύπωναν την εκτίμηση ότι η αξιολόγηση θα έδινε τον τόνο της σταθερότητας, με την προϋπόθεση υλοποίησης των συμφωνηθέντων και εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Όπως επισημαίνουν τραπεζίτες, ακόμη και αν πλέον υπάρχει η βούληση από την κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να δούμε εάν το περιβάλλον που θα διαμορφωθεί θα επιτρέψει να γίνει κάτι τέτοιο.
Για παράδειγμα, η διατήρηση της ύφεσης ανατρέπει τον σχεδιασμό για είσπραξη της βαριάς φορολογίας, ενώ η μεταβλητότητα στο επενδυτικό κλίμα δυσκολεύει τις κινήσεις ιδιωτικοποίησης.