Η εγχώρια αγορά αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια. Οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν εκμεταλλεύονται στο μέγιστο την εγκατεστημένη δυναμικότητά τους, λόγω της αδυναμίας απορρόφησης από την αγορά των εν δυνάμει παραγόμενων ποσοτήτων.
Η πλεονάζουσα προσφορά οδηγεί την τιμή των προϊόντων σε επίπεδα στα οποία η συμπίεση των κερδών των εταιριών καθίσταται αναπόφευκτη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών του κλάδου έχει επιφέρει επίσης τη βελτίωση των προσφερόμενων προϊόντων και έχει δημιουργήσει την ανάγκη απόκτησης πιστοποιητικών διασφάλισης ποιότητας από εγκεκριμένους οργανισμούς ελέγχου.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην κλαδική μελέτη την οποία εκπόνησε η ICAP και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς αλεύρου και σιμιγδαλιού σίτου:
«Οι επιχειρήσεις του κλάδου επενδύουν σε τεχνολογικό εξοπλισμό για τη βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικής τους διαδικασίας και τη μείωση του κόστους παραγωγής τους.
Παρά την πλεονάζουσα προσφορά δεν παρατηρείται έντονη εξαγωγική δραστηριότητα στον κλάδο, η οποία ενώ εμφάνισε τάσεις ενίσχυσης για κάποιο χρονικό διάστημα, φαίνεται να συρρικνώνεται τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα, πολύ περιορισμένες είναι και οι εισαγωγές αλεύρου και σιμιγδαλιού οι οποίες πραγματοποιούνται από αγορές του εξωτερικού.
Τα προϊόντα του κλάδου (αλεύρι και σιμιγδάλι σίτου), διατίθενται κυρίως έμμεσα στο καταναλωτικό κοινό, εφόσον οι μεγαλύτερες ποσότητες οι οποίες παράγονται από τις εταιρίες του κλάδου προορίζονται για περαιτέρω μεταποίηση, κυρίως από βιομηχανίες ειδών διατροφής. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την ευρύτατη μη τυποποιημένη διάθεση των προϊόντων του κλάδου στην αγορά.
Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλεύρου σίτου εμφάνισε σε γενικές γραμμές ανοδική πορεία με μικρές διακυμάνσεις την περίοδο 1995-2003 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,5%. Ωστόσο, το 2004 η εν λόγω αγορά εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, μειωμένη οριακά έναντι του 2003. Το σύνολο σχεδόν της ζήτησης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή, η οποία εμφάνισε μείωση την τελευταία τριετία. Αντίστοιχη μεταβολή παρουσίασαν και οι εξαγωγές, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά το εν λόγω διάστημα. Μικρό ποσοστό 5% της συνολικής ποσότητας αλεύρων τα οποία διακινούνται στην εγχώρια αγορά τυποποιείται σε συσκευασίες λιανικής, ενώ ο κύριος όγκος διανέμεται σε μεγάλες συσκευασίες ή χύμα.
Με δεδομένη την κορεσμένη εγχώρια αγορά, προβλέπεται ότι οι κύριες αλλαγές στη διάρθρωση της αγοράς θα προέλθουν από τη διαφοροποίηση των ειδών των ζητούμενων αλεύρων. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση του αλεύρου σίτου προβλέπεται ότι θα παραμείνει περίπου στα επίπεδα του 2004, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής ±1% την περίοδο 2005-2006.
Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς σιμιγδαλιού σίτου εμφάνισε ανοδική τάση κατά τη διάρκεια της περιόδου 1995-2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 5%. Το 2004 η εν λόγω αγορά σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα του προηγούμενου έτους. Ανάλογη πορεία ακολούθησε και η εγχώρια παραγωγή σιμιγδαλιού σίτου. Μόλις το 3% της συνολικής ποσότητας του σιμιγδαλιού το οποίο διακινείται στην εγχώρια αγορά τυποποιείται σε συσκευασίες λιανικής, ενώ ο κύριος όγκος διανέμεται χύμα ή σε μεγάλες συσκευασίες για επαγγελματική χρήση.
Η εγχώρια παραγωγή και φαινομενική κατανάλωση του σιμιγδαλιού σίτου εκτιμάται ότι εμφανίζει προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης, λόγω της ανόδου της παραγωγής ζυμαρικών. Συγκεκριμένα, η εγχώρια αγορά σιμιγδαλιού αναμένεται να σημειώσει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2%-3% τη διετία 2005-2006».