Το 2004 ήταν καλή χρονιά για το σύνολο των τραπεζικών συστημάτων των χωρών Αλβανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου, Τουρκίας, FYROM και Αιγύπτου.
Αυτό συμπεραίνει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο τεύχος Μαΐου/Ιουνίου 2005 της περιοδικής έκδοσης South Eastern Europe and Mediterranean Emerging Market Economies Bulletin.
Η σημαντική βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων και του πλαισίου ρύθμισης και εποπτείας της τραπεζικής δραστηριότητας στις ανωτέρω χώρες, στη διάρκεια των 2-3 τελευταίων χρόνων, οδήγησε σε αισθητή βελτίωση της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, της κερδοφορίας, της ποιότητας του ενεργητικού και της κεφαλαιοποίησης των επιμέρους τραπεζικών τομέων.
Οι επιδόσεις, καθώς και οι προοπτικές ανάπτυξης των τελευταίων, «άνοιξαν την όρεξη» μεγάλων ξένων τραπεζών για την περιοχή, είτε μέσω εξαγορών είτε μέσω επέκτασης του δικτύου τους.
Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας της ΕΤΕ είναι τα ακόλουθα:
«Το 2005 αναμένεται ότι θα είναι και πάλι πολύ καλή χρονιά για τα τραπεζικά συστήματα της περιοχής, παρά την ύπαρξη σοβαρών προκλήσεων. Πράγματι, η σχεδόν γενικευμένη μείωση των επιτοκίων στις περισσότερες χώρες, ως συνέπεια του αυξημένου ανταγωνισμού, θα ασκήσει μεγάλη πίεση στα καθαρά περιθώρια επιτοκίου. Όμως, η σημασία του ανωτέρω παράγοντα αναμένεται ότι θα περιοριστεί μερικώς δεδομένου ότι:
α) η πιστωτική δραστηριότητα έχει σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης με το βαθμό τραπεζικής διαμεσολάβησης να κυμαίνεται γύρω στο 18% του ΑΕΠ στις χώρες της ΝΑΕ (Νοτιανατολική Ευρώπη), αρκετά χαμηλά σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης (92%), ενώ υπάρχει ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο στον τομέα της λιανικής τραπεζικής.
β) επίσης, άλλες, πλην των τόκων, πηγές εσόδων, είναι ακόμη σε αρχικό στάδιο και αναμένεται εντυπωσιακή ανάπτυξή τους το προσεχές διάστημα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής, όπως οι ασφάλειες, η χρηματοδοτική μίσθωση και οι μεσολαβητικές εργασίες. Τέλος, υπάρχει ακόμη περιθώριο για βελτίωση της αποδοτικότητας, η οποία θα συνεισφέρει στη διατήρηση υψηλής κερδοφορίας. Τροχοπέδη στην ανάπτυξη πιθανώς να είναι η έλλειψη ρευστότητας σε μερικές χώρες, με τις καταθέσεις να υπολείπονται των δανείων, όπως και η έλλειψη επαρκούς κεφαλαίου.
Στην Τουρκία, το 2004, σημειώθηκε επιτάχυνση της τραπεζικής διαμεσολάβησης λόγω υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης προς τους ιδιώτες. Η τουρκική τραπεζική αγορά, όμως, παρέμεινε ¨ανώριμη¨ - τα δάνεια προς τους ιδιώτες έφτασαν το 17,7% του ΑΕΠ έναντι 92% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης. Η αύξηση της πιστωτικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, συνέβαλαν στη βελτίωση της καθαρής κερδοφορίας των τραπεζών, ενώ και η ποιότητα του χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε σημαντικά. Κατά το τρέχον έτος, η κατάσταση για το τραπεζικό σύστημα αναμένεται πιο δύσκολη λόγω της μετάβασης σε περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, εξέλιξη που αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά το περιθώριο επιτοκίου. Για το λόγο αυτό, αναμένεται ότι οι τουρκικές τράπεζες θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, με μετατόπιση της σύνθεσης του ενεργητικού τους από τους τίτλους του δημοσίου, που κυριαρχούν ακόμη στη σύνθεση του ενεργητικού, στα πιο αποδοτικά δάνεια προς τους ιδιώτες και αυστηρότερο έλεγχο των δαπανών. Περαιτέρω, η αναμενόμενη ενίσχυση της παρουσίας του ξένου κεφαλαίου στην εγχώρια αγορά αναμένεται ότι θα συμβάλει στη βελτίωση των επιδόσεων ενός τραπεζικού συστήματος ακόμη «υπανάπτυκτου» αλλά πολλά υποσχόμενου.
Στη Ρουμανία, η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος κατά το 2004, με επίτευξη του ισχυρότερου ρυθμού ανάπτυξης της περιοχής και μονοψήφιου πλέον πληθωρισμού, ενίσχυσε τα βασικά μεγέθη του τραπεζικού τομέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κερδοφορία του τραπεζικού τομέα θα ήταν ακόμα υψηλότερη αν δεν είχε επιβαρυνθεί από τη σημαντική επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης μετά τα δραστικά μέτρα που έλαβε η κεντρική τράπεζα, με στόχο τη μείωση του μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Το 2005, αναμένεται περαιτέρω συρρίκνωση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου των τραπεζών. Κατά συνέπεια, η διατήρηση της κερδοφορίας σε υψηλά επίπεδα θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τη δυνατότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην πιο αποδοτική λιανική τραπεζική καθώς και τη λήψη μέτρων περιορισμού των λειτουργικών δαπανών τους. Σημειώνεται ότι τα περιθώρια ανάπτυξης του τομέα της λιανικής τραπεζικής είναι μεγάλα, καθώς τα δάνεια προς τα νοικοκυριά ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μόλις 5,3% το 2004, έναντι 50,4% του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης και περίπου 30% στην Ελλάδα. Επιπλέον, η τραπεζική διαμεσολάβηση αναμένεται να ενισχυθεί από την πρόσφατη μείωση του νέου ενιαίου συντελεστή φορολόγησης εισοδημάτων και κερδών (στο 16% από 25%). Η αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος συνεχίζεται με σημαντικές ευκαιρίες για τις ξένες τράπεζες που επιθυμούν να αυξήσουν το μερίδιό τους στην εγχώρια αγορά, με πρόσφατο το παράδειγμα της πώλησης της Banca Tiriac στην Bank Austria Creditanstalt. Τέλος, η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους με δύο σημαντικές πωλήσεις - των BCR και CEC - σε ξένους επενδυτές.
Στη Βουλγαρία, σημαντική εξέλιξη για την πορεία του τραπεζικού τομέα το 2004 αποτέλεσε η δυσκολία συγκράτησης της πιστωτικής επέκτασης από την κεντρική τράπεζα, η οποία στόχευε στη μείωση του μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Εντούτοις, η διατήρηση υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (49%) συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίων των τραπεζών. Επιπλέον, η επέκταση των τραπεζών σε νέες δραστηριότητες, που αποφέρουν έσοδα και προμήθειες, ειδικά η ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής, ενδυνάμωσαν περαιτέρω την κερδοφορία τους. Κατά το τρέχον έτος, τα πρόσφατα περιοριστικά διοικητικά μέτρα της κεντρικής τράπεζας, με στόχο τους επονομαζόμενους «επιθετικούς δανειστές» (από το Μάρτιο του 2005) αναμένεται να μειώσουν σημαντικά το ρυθμό αύξησης της πιστωτική επέκτασης, κοντά στο στόχο του 30%, και να ασκήσουν νέα πίεση στο καθαρό περιθώριο επιτοκίου. Εξάλλου, ο υψηλός λόγος δανείων προς καταθέσεις ασκεί ανοδική πίεση στα επιτόκια καταθέσεων. Οι τράπεζες αναμένεται, επίσης, να στραφούν προς τη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους με την περαιτέρω εκλογίκευση των λειτουργικών τους εξόδων. Τέλος, η ενίσχυση του ανταγωνισμού για αύξηση των μεριδίων αγοράς αναμένεται ότι θα εντείνει τις εξαγορές και συγχωνεύσεις κατά το τρέχον έτος. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αγορά της Hebros Bank από την Bank Austria Creditanstalt (το Μάρτιο), ενώ αναμένεται και η συγχώνευσή της με την θυγατρική της, HVB Biochim, το 2006.
Στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα (56,9%), το 2004, συνεχίστηκε η πτωτική τάση της κερδοφορίας του τραπεζικού συστήματος, λόγω του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων και τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Ωστόσο, συνεχίστηκε η διαδικασία εξαγορών με συνωστισμό μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών (π.χ. Unicredito, Αlpha Bank κ.α.) για είσοδό τους στην πολλά υποσχόμενη αγορά. Κατά το τρέχον έτος, αναμένεται ότι θα αρχίσει να αποδίδει η διαδικασία αναδιάρθρωσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που ξεκίνησε το 2002. Επίσης, η εξέλιξη αυτή αναμένεται ότι θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας δεδομένου ότι παρά τα μέτρα περιορισμού της πιστωτικής επέκτασης αναμένεται ρυθμός ίσος περίπου με αυτόν του προηγούμενου έτους. Οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις των τραπεζών θα βελτιωθούν σημαντικά, αλλά η κερδοφορία θα συνεχίσει να επιβαρύνεται από υψηλές προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις.
Στη FYROM, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική, τo 2004, σημειώθηκε νέα ενίσχυση της τραπεζικής διαμεσολάβησης λόγω επιτάχυνσης της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (25,4% έναντι 15,4% το 2003), ως συνέπεια του υψηλού ρυθμού αύξησης των δανείων προς τα νοικοκυριά (62,4%). Η αύξηση του όγκου των δανείων συνέβαλε και στη βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών, παρά τη μείωση του περιθωρίου επιτοκίου και τις υψηλές προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις εξαιτίας του υψηλότατου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων (13,2% του συνόλου των δανείων). Το τρέχον έτος, η προβλεπόμενη βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων αναμένεται ότι θα συμβάλει σε περαιτέρω ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης και βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών. Πάντως, η ενίσχυση του ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων και με την αύξηση της παρουσίας του ξένου κεφαλαίου, ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου, εξέλιξη που αναμένεται να εντείνει τις προσπάθειες των τραπεζών για διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους και μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Στην Αλβανία, η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, σε συνδυασμό με το υψηλό περιθώριο επιτοκίου και τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, συνέβαλαν στη αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών. Παρά τον υψηλό ρυθμό αύξησης των χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις (25% και 74,4%, αντίστοιχα), η Αλβανία παραμένει η πιο «υπανάπτυκτη» τραπεζική οικονομία μεταξύ των χωρών της ΝΑΕ με συνολικές χορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα της τάξης του 9,1% του ΑΕΠ έναντι αντίστοιχου μέσου όρου 19,8% του ΑΕΠ των χωρών της ΝΑΕ. Κατά το τρέχον έτος αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης, καθώς η μεγαλύτερη τράπεζα τις Αλβανίας, η Raiffeisen-Albania (η πρώην Savings Bank), η οποία ιδιωτικοποιήθηκε πρόσφατα, θα ξεκινήσει τη χορήγηση δανείων απαγορευμένη από το 1998. ¶λλη θετική εξέλιξη αναμένεται ότι θα είναι η αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος ως αποτέλεσμα της αύξησης του ελάχιστου υποχρεωτικού κεφαλαίου του περασμένου Ιανουαρίου.
Στην Κύπρο, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων σε συνδυασμό με την επέκταση των τριών μεγαλυτέρων τραπεζών, κυρίως στην ελληνική αγορά, αντιστάθμισε μερικώς το γεγονός ότι η τοπική αγορά έχει ήδη επιτύχει υψηλό επίπεδο χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Ο λόγος των χορηγήσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ έφτασε το 124% αντίστοιχα (έναντι 92% των αντίστοιχων μέσων όρων των χωρών της Ευρωζώνης) και η εγχώρια αγορά χαρακτηρίζεται ως «κορεσμένη». Η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης σε συνδυασμό με την αύξηση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου, αλλά και της αποδοτικότητας των τραπεζών (μέσω συγχωνεύσεων καταστημάτων και αυξανόμενης αυτοματοποίησης) συνέβαλε σε σημαντική βελτίωση των λειτουργικών κερδών των κυπριακών τραπεζών. Όμως, η καθαρή κερδοφορία συνέχισε να επηρεάζεται αρνητικά από τις υψηλές προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις λόγω του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κατά το τρέχον έτος, η μείωση των επιτοκίων λόγω της εισόδου της Κύπρου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, αλλά και η αναμενόμενη αύξηση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις στο πλαίσιο της εναρμόνισης των εγχώριων λογιστικών πρακτικών αναμένεται να ασκήσουν πτωτικές τάσεις στα καθαρά κέρδη των κυπριακών τραπεζών. Ως εκ τούτου, το επόμενο διάστημα αναμένονται νέα επέκταση στο εξωτερικό (κυρίως στην Ελλάδα) και μέτρα περιορισμού των λειτουργικών δαπανών των τραπεζών.
Στην Αίγυπτο, το δημοσιονομικό έτος 2003/04, η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση διατηρήθηκε σε σχετικά υψηλά επίπεδα (60%) πλησίον του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης, στοιχείο που αποδίδει στην αιγυπτιακή τραπεζική αγορά το χαρακτηρισμό της ¨ώριμης¨. Όμως, τα δάνεια προς τους ιδιώτες παρέμειναν σταθερά σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (8%), επειδή περιλαμβάνουν μόνο καταναλωτικά δάνεια δεδομένου ότι η κτηματική πίστη είναι μέχρι στιγμής ανύπαρκτη. Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώθηκε κυρίως λόγω της αύξησης των αποδόσεων των τίτλων του δημοσίου. Οι προοπτικές για τις αιγυπτιακές τράπεζες διαγράφονται θετικές υπό τον όρο ότι οι τελευταίες θα προχωρήσουν σε υλοποίηση της σχεδιαζόμενης αναδιοργάνωσης με ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, εκσυγχρονισμό και ενοποίηση των μικρών τραπεζών και ιδιωτικοποίηση των τεσσάρων μεγάλων κρατικών τραπεζών, οι οποίες κυριαρχούν στο τραπεζικό σύστημα, αλλά παρουσιάζουν χαμηλή ποιότητα χαρτοφυλακίου, αποδοτικότητα, κεφαλαιοποίηση και κερδοφορία σε σύγκριση με τις ιδιωτικές».