Η αύξηση των συντελεστών προκαταβολής φόρου εισοδήματος συνιστά το σημαντικότερο πρόβλημα των επιχειρηματιών, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ.
Ιδιαίτερα επιβαρυντικοί παράγοντες, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, θεωρούνται και οι υφιστάμενοι συντελεστές του φόρου εισοδήματος, το ισχύον τέλος επιτηδεύματος και η μη θέσπιση αφορολόγητου ορίου.
Ως το λιγότερο επιβαρυντικό πρόβλημα αναδεικνύεται το πλαίσιο ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο.
Από την έρευνα καθίσταται σαφές ότι οι μικρές επιχειρήσεις αποδίδουν μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα που άπτονται της μη θέσπισης αφορολόγητου ορίου, του τέλους επιτηδεύματος και του πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορίες, σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις με περισσότερους από εννέα απασχολουμένους.
Παράλληλα, η μη θέσπιση αφορολόγητου και το τέλος επιτηδεύματος φαίνεται να επιβαρύνουν περισσότερο τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ το εξάμηνο.
Αντίθετα το πλαίσιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορίες, οι υφιστάμενοι συντελεστές φορολόγησης και τα ποσοστά προκαταβολής φόρου είναι το ίδιο επιβαρυντικά για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του καταγεγραμμένου κύκλου εργασιών τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, εννέα στους 10 επιχειρηματίες θεωρεί πως βασική προτεραιότητα της ΕΣΕΕ θα πρέπει να είναι η επαναφορά του συντελεστή προκαταβολής του φόρου εισοδήματος στα επίπεδα του 2014.
Έμφαση πρέπει να δοθεί και στην επαναφορά της ισχύος του αφορολόγητου ορίου και για τους επιτηδευματίες, μέσω τους καθολικής ισχύος του μέτρου της συλλογής αποδείξεων. Με τον ίδιο περίπου βαθμό προτεραιότητας αναδεικνύεται η ανάγκη θέσπισης κοινού φορολογικού συντελεστή και η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης.
Τέλος, η θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας και η παροχή κινήτρων τόσο για την ευρύτερη χρήση πλαστικού χρήματος όσο και για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι τα δύο εναπομείναντα φορολογικά ζητήματα που χρήζουν προσοχής από την ΕΣΕΕ.