Δεν πρόκειται να υπάρξει νέα μείωση των επικουρικών συντάξεων πέραν αυτών που προβλέπονται στο νομοσχέδιο, δήλωσε ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος αν και παραδέχθηκε ότι για το εν λόγω θέμα εξακολουθεί να υπάρχει διαφωνία με τους θεσμούς.
Μετά από συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Κατρούγκαλος ανέφερε ότι υπάρχει συμφωνία σε όλα τα θέματα με εξαίρεση το μέτωπο των επικουρικών.
«Η πρότασή μας καλύπτει όλο το έλλειμμα χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο τη λεγογισμένη αύξηση των εισφορών», πρόσθεσε.
Εξάλλου, ο υπουργός Εργασίας εξέφρασε την πεποίθηση ότι το νομοσχέδιο, όπως θα κατατεθεί σήμερα ή αύριο, θα ψηφιστεί, «προωθώντας μια γενναία μεταρρύθμιση με ισονομία και κοινωνική δικαιοσύνη».
Για τον θόρυβο που προκλήθηκε αναφορικά με τις βουλευτικές συντάξεις ο κ. Κατρουγκαλος είπε ότι δεν θα υπάρξει εξαίρεση των βουλευτών από τον νέο ΕΦΚΑ (Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης) και διευκρίνισε πως και οι παλιοί βουλευτές θα παίρνουν συντάξεις από τον νέο φορέα.
«Το πολιτικό μήνυμα», συνέχισε, «είναι σαφές, όχι απλώς δεν θέλουμε να προστατέψουμε προνόμια, αλλά όλοι, απολύτως όλοι θα έχουν την ίδια αντιμετώπιση που θα βασίζεται στους κανόνες της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Ελεγκτικό Συνέδριο: Αντισυνταγματικές διατάξεις
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με την ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι διατάξεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου είναι αντισυνταγματικές.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο που εκλήθη να γνωμοδοτήσει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το νομοσχέδιο εφόσον στηρίζεται στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του, καθόσον ανατρέπεται το νομοθετικό του θεμέλιο».
Συγκεκριμένα, στο σχετικό πρακτικό του ΕΣ επισημαίνεται:
«Συνεπώς, η υπαγωγή με νόμο σε ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών με τους λοιπούς εργαζόμενους δεν συνάδει με τη θέση που το ισχύον Σύνταγμα επιφυλάσσει σ’ αυτούς, δεδομένου ότι αυτή συνιστά συνταγματικό κεκτημένο, η ανατροπή του οποίου απαιτεί αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή θέτει ζήτημα αντίθεσης στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που απορρέει από το κράτος δικαίου, δοθέντος ότι η υπαγωγή των εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ή επαγγελματικής ασφάλισης αποτελεί ουσιώδη παράγοντα που εκτιμάται κατά την επιλογή του επαγγέλματος.»
Ειδικότερα, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Μιχαήλ Ζυμής διατύπωσε επί των ως άνω διατάξεων του νομοσχεδίου τη γνώμη:
«Δεν συνάγεται ότι έχουν συνταχθεί και ληφθεί υπόψη αναλογιστικές μελέτες, ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί ότι το πλέγμα των διατάξεων αυτών και οι απονεμόμενες εφεξής παροχές, σε συνδυασμό με τα επιβαλλόμενα στους ασφαλισμένους βάρη θα λειτουργήσει μελλοντικά επ’ ωφελεία των συνταξιούχων και θα επιφέρει, έστω και μακροπρόθεσμα, μία δίκαιη εξισορρόπηση του ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος (βιωσιμότητα συνταξιοδοτικού συστήματος) με τον νυν επιχειρούμενο περιορισμό των δικαιωμάτων και των νομίμων προσδοκιών τους, ούτε και αιτιολογείται η αδυναμία θεσμοθέτησης ηπιότερων εναλλακτικών μέτρων για την κατηγορία των συνταξιούχων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου και να εξετασθεί η συνολική επιβάρυνσή της από τα διαδοχικώς θεσπιζόμενα σε βάρος της μέτρα (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος).»
Αντισυνταγματική και η υπαγωγή του συνόλου των ασφαλισμένων σε έναν μοναδικό φορέα
Επικαλούμενος τη νομολογία του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας τονίζει ότι είναι αντισυνταγματική και η υπαγωγή του συνόλου των ασφαλισμένων, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε έναν μοναδικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Ενόψει του διατυπούμενου κανόνα περί υπαγωγής του συνόλου των ασφαλισμένων, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε έναν μοναδικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να σημειωθεί η προγενέστερη θέση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκφράστηκε με τα πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της 29ης Ιουνίου 2010, σύμφωνα με την οποία η ένταξη των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν συνάδει με τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 103, 73 παρ. 2, 98 παρ. 1 περ. δ και στ, 80 παρ. 1 και 88 παρ
. 2 και μεταβάλλει την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Θολός και άγνωστος είναι ο τρόπος λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), σημειώνει ο κ. Ζυμής. Ειδικότερα, αναφέρει:
«Σχετικά με τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο οποίος κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1.α «συστήνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου», πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία διάταξη του υπόψη σχεδίου δεν προσδιορίζονται άλλα ουσιώδη στοιχεία αυτού, όπως, ενδεικτικά, η νομική μορφή, ο τρόπος λειτουργίας, τα όργανα και το προσωπικό, οι αρμοδιότητες, ο βαθμός λειτουργικής και οικονομικής εξάρτησης από το Δημόσιο, ο χρόνος σύστασης και η διαχείριση εισπραττομένων εισφορών».
Για τις εξαιρέσεις βουλευτών, νομάρχων, δημάρχων κ.ά.
Στις γενικές παρατηρήσεις του επί του ασφαλιστικού νομοσχεδίου ο κ. Ζυμής σημειώνει ότι υπάρχουν εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα που αφορούν ορισμένες κατηγορίες, όπως είναι, μεταξύ των άλλων, βουλευτές και αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, συνταξιούχοι Εθνικής Αντίστασης ΟΓΑ, ανασφάλιστοι Αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης. Οι εξαιρέσεις αυτές υπάρχουν παρά το γεγονός ότι με το νομοσχέδιο «επιδιώκεται ως γενικός κανόνας η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης»
Ως προς τις εξαιρέσεις υπογραμμίζει:
«Εισάγεται εξαίρεση, για τους παθόντες από τρομοκρατική ενέργεια ή βίαιο συμβάν, όσους δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή σύνταξη αναπήρου οπλίτη ειρηνικής περιόδου ή σύνταξη Εθνικής Αντίστασης ΟΓΑ ή ανασφάλιστου Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης, λογοτέχνες – καλλιτέχνες που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο, βουλευτές και αιρετά όργανα των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμίδας, όσους λαμβάνουν προσωπικές συντάξεις καθώς και όσους δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας η οποία προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης. Παρατηρείται ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις εισάγονται παρά το γεγονός ότι με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται ως γενικός κανόνας η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης βάσει ενιαίων κανόνων για όλους, χωρίς διακρίσεις (άρθρο 1 παρ. 3), για το σκοπό δε αυτό γίνεται προσπάθεια ενοποίησης πλήθους διαφορετικών περιπτώσεων (είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση περί συντάξεων του ΙΚΑ, υπολογιζομένων με 930 διαφορετικούς τρόπους)».
Αντισυνταγματική και η εξουσιοδότηση σε υπουργούς να καθορίζουν την αύξηση των συντάξεων
Αντισυνταγματική είναι σύμφωνα με τον κ. Ζυμή και η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου που παρέχει εξουσιοδότηση στους συναρμόδιους υπουργούς με απόφασή τους να καθορίζουν την αύξηση των συντάξεων, κ.λπ., καθώς κατά τις επιταγές τους Συντάγματος αυτό μπορεί να γίνει μόνο με νόμο.
Συγκεκριμένα ως προς αυτό αναφέρει: «Εξουσιοδοτούνται οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να ρυθμίσουν με κοινή απόφασή τους κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων. Επισημαίνεται ότι η νομιμότητα της εν λόγω εξουσιοδοτικής διάταξης έχει ως όριο τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες οι προϋποθέσεις για την απονομή ή την αύξηση των συντάξεων πρέπει να καθορίζεται με νόμο και όχι με την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση (πρβλ. ΕΣ Ολομ. Πρακτικά της 5ης Ειδικής Συνεδρίασης της 30ης Ιουνίου 2010)».
Πρόβλημα αντισυνταγματιότητας ως τις εξαιρέσεις ασφαλισμένων από την κατώτερη σύνταξη των 384 ευρώ διαπιστώνει, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Σχετικά με την εξαίρεση ασφαλισμένων από τις διατάξεις περί κατώτατης σύνταξης, η εν λόγω διάταξη (παρ. 6) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος».
Το νομοσχέδιο ως προς τις εξαιρέσεις προβλέπει:
«Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Η μείωση της εθνικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης.
Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης».
Αντισυνταγματική και αντίθετη στη Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι και η διάταξη που αναφέρεται στις περικοπές των συντάξεων των απασχολουμένων συνταξιούχων. Αναλυτικότερα, αναφέρει ο κ. Ζυμής :
«Στο πεδίο εφαρμογής της γενικής αυτής ρύθμισης εμπίπτουν οι περιπτώσεις ανάληψης από τους συνταξιούχους, λόγω γήρατος, του Δημοσίου καθώς και φορέων, κλάδων ή λογαριασμών εντασσομένων στον ΕΦΚΑ, εργασίας ή δραστηριότητας ή απόκτησης ιδιότητας υποχρεωτικώς υπακτέας στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, προβλέπεται δε ως έννομη συνέπεια η περικοπή της ακαθάριστης κύριας και επικουρικής σύνταξής τους σε ποσοστό 60% για όσο διάστημα διατηρούν την εργασία, ιδιότητα ή δραστηριότητα αυτή, για το οποίο διάστημα και καταβάλλουν τις προβλεπόμενες εισφορές. Η ως άνω περικοπή σε ποσοστό 60% προβλέπεται επί του συνολικού ποσού των συντάξεων και χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση αναλόγως της ηλικίας των συνταξιούχων, της τυχόν ύπαρξης τέκνων ανήλικων ή φοιτητών ή του ύψους των εισπραττόμενων αποδοχών από την αναληφθείσα εργασία. Επισημαίνεται ότι με τα πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας της 29.6.2010 είχε διατυπωθεί η παρατήρηση ότι η τυχόν ολοσχερής περικοπή της σύνταξης εκείνων των συνταξιούχων του Δημοσίου που απασχολούνται (εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα) είναι αντίθετη προς το άρθρο 5 του Συντάγματος και προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Ως προς τους συνταξιούχους που απασχολούνται σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης αναφέρει ο κ. Ζυμής : «Η ρύθμιση αυτή αφορά ειδικώς στις περιπτώσεις ανάληψης από τους συνταξιούχους εργασίας ή δραστηριότητας σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, για τις οποίες περιπτώσεις προβλέπεται η αναστολή καταβολής της σύνταξης, δηλαδή δυσμενέστερη έννομη συνέπεια σε σχέση με εκείνη της προηγούμενης παρ. 1. Επισημαίνεται ότι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, πέραν εκείνων της Κεντρικής Διοίκησης, προσδιορίζονται βάσει του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ».
Ακόμη, επισημαίνει ότι για τον περιορισμό της σύνταξης του επιζώντος συζύγου τίθενται τυχαία και αυθαίρετα κριτήρια και θα ήταν δόκιμο όπως η υπό θεσμοθέτηση διάταξη αυτή επαναδιατυπωθεί: 1) με σταθερά κριτήρια, όπως διάρκεια γάμου και ηλικία επιζώντος συζύγου και 2) με σύγχρονο επαναπροσδιορισμό των ποσοστών μείωσης, προς αποφυγήν συνταγματικών και ερμηνευτικών ζητημάτων.