Ολοένα και μεγαλύτερες αντιδράσεις προκαλεί η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων του Μάριο Ντράγκι, με αρκετούς αναλυτές να αποφαίνονται ότι η δημοσιονομική εξυγίανση των χωρών της κρίσης πραγματοποιείται στις πλάτες των αποταμιευτών.
Εκ πρώτης όψεως διανύουμε αναμφίβολα μια χρυσή περίοδο για οφειλέτες. Με μια πολιτική εξαιρετικά φθηνού χρήματος, η ΕΚΤ επιχειρεί να αντιμετωπίσει τον ιδιαίτερα χαμηλό πληθωρισμό. Η αμφιλεγόμενη πολιτική των χαμηλών επιτοκίων όμως, συναντά όλο και πιο σθεναρές αντιδράσεις. Οι Γερμανοί Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν δημοσίως ο επόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ να προέρχεται από τη Γερμανία.
Μηδενικά ή και αρνητικά τα επιτόκια δανεισμού
Οι συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής είναι πλέον κάτι παραπάνω από ευδιάκριτες. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα των επιπτώσεων που συνεπάγεται η στρατηγική αυτή, απαντάται στην αγορά των γερμανικών ομολόγων. Την περασμένη Δευτέρα η ομοσπονδιακή τράπεζα Bundesbank υπολόγισε τη μέση απόδοση των γερμανικών ομολόγων στο 0%. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η ανάληψη νέου χρέους για το γερμανικό κράτος γίνεται με μηδενικό επιτόκιο.
Μεμονωμένοι τίτλοι μάλιστα, είναι και αρκετά επικερδείς για το γερμανικό δημόσιο. Για όλα τα γερμανικά ομόλογα, έως και εννεαετούς διάρκειας, ισχύουν στην παρούσα φάση αρνητικά επιτόκια. Αυτό σημαίνει ότι με την έκδοση των εν λόγω ομολόγων το γερμανικό κράτος όχι απλά δεν πληρώνει τόκους, αλλά αντιθέτως ζητά επιτόκια για τα χρήματα που «παρκάρουν» οι επενδυτές στη Γερμανία, ως «ασφαλές λιμάνι».
Η πολιτική αυτή, προκαλεί ένα κλίμα ανησυχίας στις τάξεις των Γερμανών αναλυτών. Ακόμη και ο επικεφαλής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, εκφράζει φόβους ότι σε μακροπρόθεσμη βάση η στρατηγική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των κερδών για τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να γίνουν πιο φειδωλές στη διάθεση δανείων. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει όμως ακριβώς τον αντίθετο στόχο, να φέρει δηλαδή μέσω του φθηνού χρήματος κινητικότητα στην αγορά.
Έμμεση κριτική στην πολιτική Ντράγκι ασκεί εν τω μεταξύ και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπογραμμίζοντας με κάθε ευκαιρία τις συνέπειες και τις πιθανές «παράπλευρες απώλειες» της στρατηγικής αυτής.
Περί ανεξαρτησίας της ΕΚΤ
Εντούτοις, η κριτική της Γερμανίας στην ΕΚΤ αντιβαίνει στην τόσο σημαντική για τη γερμανική πλευρά, ανεξαρτησία της ευρωτράπεζας. Το γεγονός ότι κατά την εισαγωγή του ευρώ, η ανεξαρτησία της κατοχυρώθηκε θεσμικά στις σχετικές συμφωνίες, οφείλεται ως επί το πλείστον στις πιέσεις που άσκησαν Γερμανοί πολιτικοί και ειδικοί.
Το σκεπτικό ήταν ότι στα πρότυπα της γερμανικής Bundesbank, οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να επηρεάζουν αποφάσεις που άπτονται της νομισματικής πολιτικής. Την εποχή εκείνη όλες οι πολιτικές δυνάμεις στη Γερμανία συμφωνούσαν ότι μόνο οι θεματοφύλακες του κοινού νομίσματος θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν για το ύψος των επιτοκίων.
Η εικόνα όμως, φαίνεται πως έχει αλλάξει άρδην. Στη Γερμανία, πολλοί κατηγορούν πλέον ανοιχτά την ΕΚΤ ότι στο πλαίσιο της νομισματικής της πολιτικής, λαμβάνει περισσότερο υπόψη τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, παραμελώντας πλήρως τα συμφέροντα των (Γερμανών) αποταμιευτών.