Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Το φράγμα των 200 δισ. ευρώ, ποσό που πλέον αντιστοιχεί στο 113% του ΑΕΠ, σπάει το «ιδιωτικό» ληξιπρόθεσμο χρέος. «Κόκκινα» τραπεζικά δάνεια κάθε είδους -επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά-, οφειλές προς την εφορία και προς τα ασφαλιστικά ταμεία εκτινάχθηκαν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα μέσα στο 2015, με αποτέλεσμα η διαχείρισή τους να καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που βαρύνονται με αυτά.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αρνητική παράμετρο, η οποία φρενάρει την προσπάθεια της οικονομίας να εξέλθει από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και να περάσει σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά.
Αυξάνεται η πίεση για αποπληρωμή
Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η πίεση προς τους οφειλέτες να ρυθμίσουν τις οφειλές τους θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη, καθώς πέραν των μέτρων που έχουν ήδη επιβληθεί -απελευθέρωση πλειστηριασμών και καθορισμός του τιμήματος με βάση την εμπορική αξία, μείωση του ακατάσχετου ορίου στους τραπεζικούς λογαριασμούς, αυστηρότερες προϋποθέσεις διατήρησης της ρύθμισης των 100 δόσεων για εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία- έρχονται και καινούργια.
Η μεγαλύτερη «απειλή» για εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες αφορά σε αυτή τη φάση το άνοιγμα της αγοράς των «κόκκινων» δανείων.
Για όσα δάνεια μεταβιβαστούν στα κερδοσκοπικά funds, που ετοιμάζονται να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική αγορά, αναμένεται να αυξηθεί και ο βαθμός πίεσης για την αποπληρωμή τους.
Αυστηρότερο θα γίνει και το πλαίσιο για τις οφειλές προς την εφορία.
Ηδη, για τους εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες που εντάχθηκαν στη ρύθμιση των 100 δόσεων ισχύει υποχρέωση αποπληρωμής των τρεχουσών υποχρεώσεων μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας.
Από το β’ εξάμηνο η προθεσμία θα πέσει στις 15 ημέρες, ενώ από το 2017 οι οφειλέτες δεν θα πρέπει να αφήνουν ούτε ένα ευρώ απλήρωτο προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμια της ρύθμισης (διαγραφή προσαυξήσεων, δόσεις, χαμηλό ή μηδενικό επιτόκιο υπολογισμού των προσαυξήσεων κ.λπ.).
Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους αποτελεί μείζον πρόβλημα όχι μόνο εξαιτίας της διαρκούς αύξησής του -από το 2014 μέχρι σήμερα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ- αλλά και εξαιτίας της διασποράς του.
Ενώ τα εισοδήματα εξακολουθούν να υποχωρούν -το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές βυθίστηκε στο τέλος του 2015 στα 176 δισ. ευρώ, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων εκτιμώνται πλέον στα επίπεδα των 80-82 δισ. ευρώ-, ο όγκος των ληξιπρόθεσμων οφειλών μοιράζεται σε λιγότερα από τα μισά νοικοκυριά (σ.σ.: οφειλές προς τις τράπεζες έχουν περίπου ο ένας στους δύο, ενώ οι οφειλέτες στην εφορία είναι 3,5 εκατομμύρια σε σύνολο οκτώ εκατομμυρίων).
Επιβολή φόρων
Για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, το οποίο μήνα με τον μήνα διογκώνεται -μόνο οι οφειλές στην εφορία αυξάνονταν για μια ακόμη χρονιά με μηνιαίο ρυθμό άνω του 1 δισ. ευρώ μέσα στο 2015- η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να προστατέψει τους «πολλούς», ακολουθώντας τη γνώριμη πολιτική που εφαρμόζει και σε άλλα ζητήματα (επιβολή φόρων, κατανομή ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.).
Ετσι:
* Τα σκληρά μέτρα που προβλέπει ο κώδικας είσπραξης δημοσίων εσόδων για τη συλλογή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία -κατασχέσεις καταθέσεων άνω του ορίου των 1.250 ευρώ, δεσμεύσεις ακινήτων κ.λπ.- θα ενεργοποιηθούν κατά προτεραιότητα για τους μεγάλους οφειλέτες, οι οποίοι όμως θα κριθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν ή έχουν στην κατοχή τους μεγάλα περιουσιακά στοιχεία.
Χαρακτηριστικό μέτρο που πιστοποιεί την απόφαση να ξεκινήσει η «εκκαθάριση» των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία από τα μεγαλύτερα ποσά, είναι και η αυτόματη δέσμευση των καταθέσεων για οφειλέτες με χρέη άνω των 70.000 ευρώ.
Να σημειωθεί ότι από το σύνολο των οφειλετών της εφορίας, περίπου 3,5 έως 4 εκατομμύρια ανάλογα με τις περιόδους, ποσοστό της τάξεως του 70%-80% βαρύνονται με οφειλές κάτω των 5.000 ευρώ.
Στα «κόκκινα» τραπεζικά δάνεια, υιοθετήθηκαν αρχικά τα μέτρα προστασίας που πέρασαν τον χειμώνα για την κύρια κατοικία.
Περίπου τα δύο τρίτα των οφειλετών που βαρύνονται με «κόκκινο» στεγαστικό δάνειο κύριας κατοικίας μπορούν να γλιτώσουν το σπίτι τους από τον πλειστηριασμό, εφόσον όμως πληρούν μια σειρά από προϋποθέσεις (εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια κ.λπ.).
Σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση θέλει να εξαιρέσει έστω και για μια μεταβατική περίοδο τριών ετών τα «μικρά» δάνεια από τη λίστα των υποχρεώσεων που θα μεταβιβαστούν σε κερδοσκοπικά funds.
Οι εξαιρέσεις που θέλει να εξασφαλίσει η ελληνική κυβέρνηση αφορούν τις ακόλουθες κατηγορίες δανείων:
- Τα δάνεια για τα οποία η εξασφάλιση είναι πρώτη κατοικία, δεν θα μπορούν να είναι αντικείμενο της αγοραπωλησίας και θα παραμείνουν στα βιβλία των τραπεζών για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη.
- Τα καταναλωτικά δάνεια ύψους 20 χιλιάδων ευρώ και άνω θα μπορούν να ενταχθούν στη σχετική αγορά (σ.σ.: δηλαδή να πουληθούν στα funds).
- Από τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην αγορά θα μπορούν να ενταχθούν αυτά με ύψος άνω των 500 χιλιάδων ευρώ και από τα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, αυτά με ύψος άνω των 100.000 ευρώ.
- Δάνεια που έχουν υπαχθεί στον ν. 3869/2010 και στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγοράς για τουλάχιστον τρία χρόνια.
- Δεν θα μπορούν να ενταχθούν στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Οι οφειλές στα Ταμεία
Με βάση το επιχειρησιακό σχέδιο του ΚΕΑΟ, οι εισπράξεις από ληξιπρόθεσμες οφειλές θα πρέπει να φτάσουν στα 750 εκατ. ευρώ το 2016, από 632,8 εκατ. ευρώ που εισπράχθηκαν το 2015.
Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, το 2016 θα ακολουθηθεί «διαδικασία μαζικής παραγωγής πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω νέας αυτοματοποιημένης προγραμματιστικής ροής, η οποία θα σταθμίζει και θα ελέγχει παραμέτρους, όπως π.χ. η καταβολή ποσών έναντι οφειλής, επίδοση της ατομικής ειδοποίησης, υπαγωγή οφειλετών σε ρύθμιση, απώλεια της ρύθμισης κ.λπ.».
Το μέτρο εκτιμάται ότι θα αποδώσει καλύτερα αποτελέσματα από πλευράς εισπραξιμότητας, καθώς, όπως τονίζεται, «η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που η χρησιμότητά τους συναρτάται άμεσα με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ή και την ατομική ή οικογενειακή ιδιοκτησιακή κατάσταση αποτελεί μέσο πίεσης προς τον οφειλέτη».
Να σημειωθεί ότι σε σύνολο 15,3 δισ. ευρώ που είναι οι οφειλές οι οποίες έχουν «μεταφερθεί» στο ΚΕΑΟ, το 2015 ελήφθησαν μέτρα για την αναγκαστική είσπραξη 6,2 δισ. ευρώ.
Η σύνθεση
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς την εφορία έφτασαν στο τέλος του 2015 στα 85 δισ. ευρώ, ενώ με τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί την τελευταία τριετία, κάθε μήνα που περνάει προστίθεται επιπλέον ένα δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ποσό των 85 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται οι προσαυξήσεις που έχουν προστεθεί.
Αν ληφθούν και αυτές υπ’ όψιν, τότε το πραγματικό χρέος προς την εφορία ξεπερνά τα 110-120 δισ. ευρώ.
Το «νέο» ληξιπρόθεσμο χρέος, δηλαδή αυτό που σχηματίστηκε μέσα στο 2015, διαμορφώθηκε τελικώς στα 13,48 δισ. ευρώ.
Οι φορολογικές αρχές έχουν πάψει πλέον να θεωρούν εισπράξιμες όλες αυτές τις οφειλές που γεννιούνται και γι’ αυτό υπολογίζουν πλέον το «αποτελεσματικό νέο ληξιπρόθεσμο χρέος».
Αυτό, μόνο για το 2015, διαμορφώθηκε στα 8,6 δισ. ευρώ.
Με την έννοια «αποτελεσματικό», οι αρχές ορίζουν το χρέος το οποίο δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
* Πτωχούς οφειλέτες
* Δημόσιες-δημοτικές επιχειρήσεις, καθώς και μηδενικά και πλασματικά ΑΦΜ
* Δεν περιλαμβάνει τις Λοιπές Εισφορές, τους έμμεσους φόρους υπέρ τρίτων τα μισθώματα, τις υπηρεσίες, τα πρόστιμα του ΚΒΣ, τα δάνεια, τις διαφορές υπέρ τρίτων, τα μη φορολογικά πρόστιμα, τα παράβολα.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Τα στοιχεία της ΤτΕ αποτυπώνουν την τραγική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί όσον αφορά το ύψος των «κόκκινων» δανείων: ήδη από το 9μηνο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων προς τις τράπεζες έχει εκτιναχτεί στο 43,6%.
Ηδη εκτιμάται ότι τα «κόκκινα» δάνεια ανέρχονται στο ποσό των 100 δισ. Προβλέψεις ανεβάζουν τον συντελεστή των «κόκκινων» δανείων πάνω από 46%-47% μέχρι το τέλος του 2016. Με τα στοιχεία του γ’ τριμήνου:
1. Στα καταναλωτικά δάνεια δεν εξυπηρετείται το 55,4% των δανείων, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 14,1 δισ. ευρώ.
2. Στα στεγαστικά, το ποσοστό έφτασε στο 39,8% από 35,6% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2014, ποσοστό που μεταφράζεται σε 26,9 δισ. ευρώ.
3. Στα επιχειρηματικά, «κόκκινα» είναι δάνεια ύψους 41,4 δισ. (ή το 43% του συνόλου).