Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Επιτάχυνση των συζητήσεων, επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Ελλάδα μέσα στην εβδομάδα και ολοκλήρωση της αξιολόγησης μέχρι το Πάσχα των Καθολικών (27 Μαρτίου), είναι το σενάριο που προτάσσουν τις τελευταίες μέρες αξιωματούχοι της Ευρωζώνης και εταίροι.
Ο θεωρητικός στόχος που είχε θέσει στο τελευταίο Eurogroup (11 Φεβρουαρίου) ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, ήταν η ολοκλήρωση της αξιολόγηση πριν από τις 27 Μαρτίου, ωστόσο οι εταίροι και δανειστές δεν έδειχναν να βιάζονται, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όλα θα εξαρτηθούν από την ταχύτητα με την οποία θα ενεργήσει η κυβέρνηση. Τώρα που η Ευρωζώνη και η Ελλάδα έχουν ξεπεραστεί από τις εξελίξεις του προσφυγικού δεν υπάρχει πολυτέλεια δύο κρίσεων στη χώρα μας. Ωστόσο, για να υπάρξει συμφωνία μέσα στον μήνα, η έναρξη της τελικής φάσης της πρώτης αξιολόγησης θα πρέπει να αρχίσει το συντομότερο, ιδανικά μέσα στην εβδομάδα, γιατί τα ανοικτά θέματα είναι πολλά και το νομοθετικό έργο πολύ μεγάλο.
Στις Βρυξέλλες ξεκαθαρίζουν ότι η επιθυμία των αξιωματούχων της Ευρωζώνης, αλλά και των κυβερνήσεων να ολοκληρωθεί το συντομότερο η αξιολόγηση δεν θα πρέπει να εκληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση ως ευκαιρία μεγάλης απόκλισης από το πρόγραμμα. Το βέβαιο όμως είναι ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία προς την Ελλάδα, ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν και η επίπτωση της προσφυγικής κρίσης.
Αλλωστε, όπως τονίζουν στη βελγική πρωτεύουσα, οι Ευρωπαίοι εδώ και εβδομάδες εμφανίζονται ευέλικτοι στις συζητήσεις με την κυβέρνηση, ρίχνοντας το βάρος στο ασφαλιστικό και λιγότερο στο δημοσιονομικό. Το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ, το οποίο εμφανίζεται σκληρό και «τρενάρει» την επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα. Είναι σκληρό και απαιτητικό και προς τις δύο πλευρές, έναντι της Αθήνας, ζητώντας πολύ περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά και έναντι των εταίρων, ζητώντας ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους.
Το ΔΝΤ δεν έχει βρει «κοινό τόπο» με την Κομισιόν, η οποία έχει περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση γιατί δεν υπάρχει συμφωνία ούτε με την κυβέρνηση ούτε με τον διεθνή οργανισμό. Και επειδή δεν μπορεί να πει δημόσια ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμη συμφωνία εντός των θεσμών, η Επιτροπή, τόσο σε πολιτικό επίπεδο (αντιπρόεδρος Ντομπρόβσκις, επίτροπος Μοσκοβισί) όσο και εκπροσώπων Τύπου, αναγκάζεται περίπου σε καθημερινή βάση να επαναλαμβάνει μονότονα ότι οι συζητήσεις με την ελληνική κυβέρνηση σημειώνουν πρόοδο και πως «πλησιάζουμε στην επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα».
Από την άλλη είναι προφανές ότι χωρίς το ΔΝΤ δεν υπάρχει πρόγραμμα, ούτε χρηματοδότηση προς την Ελλάδα. Κι αυτό γιατί από το 2010, δηλαδή το πρώτο μνημόνιο, υπάρχει σαφής δέσμευση τουλάχιστον τριών κυβερνήσεων χωρών της Ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία) προς τα εθνικά κοινοβούλιά τους για τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Εάν αποχωρήσει ο διεθνής οργανισμός, δεν πρόκειται να εγκριθούν οι επόμενες δόσεις. Κάθε δόση χρειάζεται ξεχωριστή απόφαση των κοινοβουλίων των παραπάνω χωρών, καθώς και των κοινοβουλίων της Αυστρίας και της Σλοβακίας.
Η τοποθέτηση του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών την Παρασκευή, στο περιθώριο της συνάντησης των G20 στη Σαγκάη, υπέρ της άμεσης ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης, είχε βασικό αποδέκτη πολύ περισσότερο την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και λιγότερο του Ευρωπαίους. Ως κύριος χρηματοδότης, οι ΗΠΑ έχουν πολύ μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στο ΔΝΤ από ό,τι στο Βερολίνο. Αλλωστε, η γερμανική κυβέρνηση, με την εσωτερική πολιτική πίεση που υπάρχει στη χώρα, είναι η τελευταία που θα επιθυμούσε μια διπλή κρίση στην Ελλάδα, προσφυγική και οικονομική, αυτήν την περίοδο.
Σε ό,τι αφορά τα επιμέρους θέματα της διαπραγμάτευσης, οι προτεραιότητες των Ευρωπαίων δανειστών είναι το ασφαλιστικό και το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, και δεν διαμορφώθηκαν τώρα, αλλά από το περασμένο φθινόπωρο. Στα δύο αυτά θέματα δεν πρόκειται να υπάρξει μεγάλη ευελιξία από την πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών και αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση. Ειδικά για το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, υπογραμμίζουν ότι δεν νοείται να μην υπάρξει οριστική συμφωνία στο πλαίσιο της παρούσας αξιολόγησης, δεδομένου ότι για ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να επιταχυνθούν και χωρίς το νέο ταμείο, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Το «αγκάθι» είναι το δημοσιονομικό, εκεί δεν τα έχουν βρει ούτε οι θεσμοί μεταξύ τους, ούτε φυσικά με την κυβέρνηση. Στην έδρα της Κομισιόν θεωρούν υπερβολικές τις απαιτήσεις που διατύπωσε στο τελευταίο Εurogroup ο επικεφαλής του Γραφείου Ευρώπης του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, για μέτρα δημοσιονομικά ύψους 9 δισ. ευρώ την τριετία 2016-2018. Το άρθρο του κ. Τόμσεν στο προσωπικό του blog την ημέρα του τελευταίου Εurogroup προκάλεσε μεγάλο εκνευρισμό σε ανώτατους αξιωματούχους, αλλά και σε κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Στις Βρυξέλλες διαβεβαιώνουν ότι ανεξάρτητα από τι λέει και τι γράφει ο κ. Τόμσεν, το ποσό που θα απαιτηθεί από την ελληνική κυβέρνηση θα είναι σαφώς μικρότερο.
Αύριο αναμένεται να συνεδριάσει η Ομάδα Εργασίας του Εurogroup όχι ειδικά για την Ελλάδα, αλλά για να προετοιμάσει τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, στις 7 Μαρτίου. Θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξει ενημέρωση από τους θεσμούς και την κυβέρνηση για την πορεία των συζητήσεων και την πρόοδο που καταγράφηκε τις τελευταίες μέρες, που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξουν εξελίξεις σε σχέση με την ημερομηνία επιστροφής των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα.
Σύνδεση με το προσφυγικό από τη Μέρκελ
Αλλαγή στρατηγικής έναντι της Ελλάδας δείχνει να εξετάζει πλέον η καγκελάριος της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, λόγω των αφόρητων πιέσεων που ασκεί η προσφυγική κρίση τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.
Σύμφωνα με το «Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο», το οποίο επικαλείται ηγετικούς κύκλους των χριστιανοδημοκρατών, το Βερολίνο δεν επιθυμεί πλέον να εξετάζονται ξεχωριστά τα ζητήματα του ελληνικού προγράμματος και η προσφυγική κρίση. Η Ελλάδα μπορεί ωστόσο να ελπίζει σε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, για παράδειγμα στις επικείμενες διαβουλεύσεις του Eurogroup, μόνο αν καταβάλει περισσότερες προσπάθειες στη διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, στους στόχους της Γερμανίδας καγκελαρίου είναι να αυξηθεί η πίεση προς τους Ευρωπαίους εταίρους έτσι ώστε να επιδείξουν περισσότερη αλληλεγγύη έναντι της Ελλάδας και ταυτόχρονα να υπάρξουν απτά αποτελέσματα στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής για το προσφυγικό στις 7 Μαρτίου.
Μετά το πέρας της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζικών της ομάδας των G20 στη Σαγκάη, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ερωτηθείς αν θα χαλαρώσουν τώρα οι όροι του ελληνικού προγράμματος απέφυγε να απαντήσει ευθέως. Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπογράμμισε ότι η παρά την «εξαιρετικά δύσκολη θέση» στην οποία βρίσκεται η χώρα, «δεν αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο χρεοκοπίας».
Επικοινωνία με Τζακ Λιου
Τηλεφωνική επικοινωνία με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου, είχε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρουσία του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τον κ. Λιου για την ανάγκη να ολοκληρωθεί γρήγορα η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, καθώς η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα και έχει καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις. Κατά τις ίδιες πηγές, ο κ. Λιου συμφώνησε ότι η αξιολόγηση πρέπει να τελειώσει γρήγορα και προς αυτή την κατεύθυνση θεωρεί ότι πρέπει να κινηθούν οι θεσμοί. Παράλληλα, όπως αναφέρουν οι πηγές της κυβέρνησης, υπήρξε κοινή εκτίμηση ότι η Ευρώπη δεν αντέχει την ταυτόχρονη διαχείριση δύο πολύ σοβαρών κρίσεων όπως το προσφυγικό και η οικονομική κρίση.