Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Τις πρώτες κιόλας ημέρες του Ιανουαρίου είναι προγραμματισμένο να ξεκινήσει η μάχη του ασφαλιστικού, καθώς πριν καν προλάβει η κυβέρνηση να εορτάσει τα Θεοφάνια θα πρέπει να έχει στείλει email στους εκπροσώπους των δανειστών με τις αναλυτικές ποσοτικοποιημένες προτάσεις της για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Μπορεί οι τόνοι να έχουν πέσει λόγω εορτών, ωστόσο όλα δείχνουν ότι η διαπραγμάτευση θα είναι σκληρή. Οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες έχει στηρίξει η κυβέρνηση τις «κόκκινες γραμμές» της -με βασικότερη την αποφυγή μίας ακόμη περικοπής των κύριων συντάξεων- δεν φαίνεται να γίνονται αποδεκτές από την πλευρά των δανειστών.
Ήδη στην ελληνική πλευρά έχουν σταλεί μηνύματα ότι μέτρα όπως η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών ή η μείωση των ποσών που πρέπει να καταβάλλουν τα ασφαλιστικά ταμεία στον ΕΟΠΥΥ δεν θα γίνουν εύκολα αποδεκτά.
Αν οι δανειστές επιμείνουν σε αυτή την αρχική στάση, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα να βρει εναλλακτικά μέτρα για να καλύψει «τρύπα» που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 0,4% του ΑΕΠ ή κοντά στα 700 εκατ. ευρώ.
Οι παρεμβάσεις βάσει των δεσμεύσεων
Με την αλλαγή του χρόνου, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αποστείλει στο κουαρτέτο αναλυτικά στοιχεία για μια σειρά από παρεμβάσεις που πρέπει να προχωρήσουν βάσει των μνημονιακών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα.
Μεταξύ αυτών:
1 Η ποσοτικοποίηση της μεθόδου επανυπολογισμού των υφιστάμενων συντάξεων. Ουσιαστικά, ο επανυπολογισμός των συντάξεων που αποδίδονται σε περίπου 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους απορρέει από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε παράνομες όλες τις περικοπές στις συντάξεις από το 2012 και μετά (σ.σ.: ουσιαστικά πρόκειται για τις περικοπές που έγιναν με τους νόμους 4046, 4093 και 4254 που μεταξύ άλλων ψαλίδισαν τις αποδοχές άνω των 1.000 ευρώ και κατάργησαν τα ψαλιδισμένα δώρα τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις).
Μέσα από τον επανυπολογισμό θα πρέπει επί της ουσίας να αντικατασταθούν περικοπές το ύψος των οποίων ξεπερνά τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι δανειστές πιέζουν έντονα προς αυτή την κατεύθυνση καθώς παραμένει ο κίνδυνος προσφυγών στη Δικαιοσύνη με στόχο τη διεκδίκηση αναδρομικών. Η ελληνική πλευρά θέλει ο επανυπολογισμός των συντάξεων να γίνει με έναν ενιαίο συντελεστή αναπλήρωσης για όλους.
Ενιαίος συντελεστής σημαίνει περικοπή όλων των συντάξεων από το πρώτο ευρώ. Για να μη θιγούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι, προτείνεται να θεσπιστεί και η «προσωπική διαφορά» η οποία θα λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας για τις χαμηλές συντάξεις που δεν θα ξεπερνούν ένα όριο το οποίο θα αποφασιστεί (π.χ. 700-800 ευρώ).
Έτσι, αν κάποιος με την εφαρμογή του συντελεστή είναι να λαμβάνει 680 ευρώ σύνταξη, με την «προσωπική διαφορά» θα ανεβαίνει και πάλι στα 700 ή στα 800 ευρώ. Δεν θα ισχύσει η «προσωπική διαφορά» για όσους έφυγαν πρόωρα στη σύνταξη.
Έτσι, σημερινοί συνταξιούχοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 65ο ή το 67ο έτος της ηλικίας τους θα κινδυνέψουν με μειώσεις ακόμη και αν οι συντάξεις τους υπολείπονται του ορίου ασφαλείας των 700-800 ευρώ.
2 Ο υπολογισμός της απόδοσης που θα έχει ενδεχόμενη αύξηση των εργοδοτικών εισφορών. Οι δανειστές εκτός από τα απόλυτα μεγέθη (σ.σ.: εκτιμάται ότι κάθε μονάδα αύξησης των εργοδοτικών εισφορών μπορεί θεωρητικά να αποφέρει έσοδα έως 250 εκατ. ευρώ) ενδιαφέρονται και από τις εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα λόγω των συνεπειών στην απασχόληση.
Η ποσοτικοποίηση του μέτρου θα γίνει ανεξάρτητα από το αν θα γίνει αποδεκτό ή όχι από την άλλη πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, ήδη έχει ξεκινήσει η συζήτηση για «ισοδύναμα», μεταξύ των οποίων και η επιβολή εισφοράς στις τραπεζικές συναλλαγές.
3 Η ποσοτικοποίηση του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων που θα προτείνει η κυβέρνηση σε αντικατάσταση του νόμου 3863/2010, ο οποίος ουσιαστικά -αν περάσει η ελληνική πρόταση- δεν θα ενεργοποιηθεί ποτέ στην πράξη (σ.σ.: αφορούσε τον τρόπο καταβολής των συντάξεων από τον Ιούλιο του 2015 και μετά).
4 Οι οικονομικές επιπτώσεις από τις νέες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις οι οποίες δεν θα αποφευχθούν -σχετική δήλωσε έκανε άλλωστε και χθες ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης-, αλλά και από τις προωθούμενες συγχωνεύσεις των ασφαλιστικών ταμείων.
Η πρόταση της ελληνικής πλευράς
Τα βασικά σημεία της πρότασης με την οποία αναμένεται να προσέλθει στη διαπραγμάτευση η ελληνική πλευρά έχουν ως εξής:
* Καθιέρωση ενιαίου συστήματος ασφάλισης για όλους τους ασφαλισμένους, κάτι που οδηγεί σε πλήρη ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και για το σκέλος της παροχής των συντάξεων αλλά και για το σκέλος του υπολογισμού των εισφορών.
Ως ανεξάρτητα ταμεία προτείνεται από την ελληνική πλευρά να παραμείνουν ο ΟΓΑ και το ΝΑΤ, αν και ακόμη και γι’ αυτά τα δύο ταμεία είναι ανοικτό το ενδεχόμενο το κομμάτι της απονομής των συντάξεων να μεταφερθεί στο νέο υπερ-Ταμείο το οποίο ουσιαστικά θα είναι μετεξέλιξη του σημερινού ΙΚΑ.
Το ενιαίο ταμείο που θα δημιουργηθεί θα έχει επιμέρους υποδιοικήσεις για μισθωτούς αυτοαπασχολούμενους, αγρότες κ.λπ. και ουσιαστικά θα απορροφήσει τον ΟΑΕΕ, το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, το ΕΤΑΑ κ.λπ.
* Καταβολή εθνικής σύνταξης η οποία θα είναι συνδεδεμένη με την πορεία του μέσου εισοδήματος. Θα διαμορφώνεται στο 60% του μέσου εισοδήματος. Υπό τις παρούσες συνθήκες, προκύπτει ποσό ελάχιστης σύνταξης ύψους 384 ευρώ.
Η εθνική σύνταξη θα αναπροσαρμόζεται ανά τριετία βάσει του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και θα απονέμεται σε όσους έχουν συμπληρώσει 15 έτη ασφάλισης και το 67ο έτος της ηλικίας τους ακόμη και αν για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από τη συμπλήρωση του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας έχουν απομείνει εκτός αγοράς εργασίας.
Στην εθνική σύνταξη θα προστίθεται η αναλογική το ύψος της οποίας θα καθορίζεται αποκλειστικά με βάση τις εισφορές που θα έχουν καταβληθεί κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών προτείνεται νέα κοινή μέθοδος για όλους.
Στο εξής και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες προτείνεται να πληρώνουν ένα ποσοστό του εισοδήματός τους ως εισφορά και όχι ένα σταθερό ποσό όπως συμβαίνει τώρα.
* Η αναλογική σύνταξη θα υπολογίζεται με βάση κλιμακωτούς συντελεστές αναπλήρωσης. Το ποιοι θα είναι αυτοί οι συντελεστές αποτελεί το κρίσιμο κομμάτι της διαπραγμάτευσης, καθώς από το ύψος τους θα εξαρτηθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη όχι μόνο του 2016, αλλά και των επόμενων ετών.
Ειδικά για το 2017 και για το 2018 η κυβέρνηση βρίσκεται σε αναζήτηση πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να κλείσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα βάσει των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί (πλεόνασμα 1,7% για το 2017 και 3,5% για το 2018).
* Ολα τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης αλλά και τα επαγγελματικά ταμεία ιδιωτικού δικαίου που δίνουν επικουρική σύνταξη θα ενσωματωθούν στο ΕΤΕΑ. Θα μπορούν να εξαιρεθούν μόνο όσα θέλουν να μετασχηματισθούν σε επαγγελματικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούν να διασφαλίσουν την καταβολή επικουρικής σύνταξης στους ήδη ασφαλισμένους.
Οι «κόκκινες γραμμές» αλλά και τα ανταλλάγματα
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει οριοθετήσει τις δικές της «κόκκινες γραμμές» εν όψει της διαπραγμάτευσης, η οποία αναμένεται να κορυφωθεί μέσα στο 2ο 15νθήμερο του Ιανουαρίου.
Σε αυτές εντάσσονται η αποφυγή μίας ακόμη περικοπής των κύριων συντάξεων, η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων που θα απονεμηθούν από εδώ και στο εξής, η διατήρηση των «φόρων υπέρ τρίτων», οι οποίοι όμως δεν θα διοχετεύονται για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών συγκεκριμένων ταμείων αλλά του ασφαλιστικού συστήματος συνολικά και η παραμονή τριών ασφαλιστικών ταμείων σε λειτουργία.
Στα «ανταλλάγματα» που σχεδιάζει να προσφέρει η ελληνική πλευρά προκειμένου να διατηρήσει τις «κόκκινες γραμμές» της περιλαμβάνονται οι νέες περικοπές των επικουρικών συντάξεων, νέες μειώσεις στις πρόωρες συντάξεις που θα απονέμονται από εδώ και στο εξής, η δυνατότητα διατήρησης ταμείων επικουρικής ασφάλισης μόνο με τον χαρακτήρα των επαγγελματικών ταμείων, αλλά και η περικοπή του ΕΚΑΣ βάσει του προγραμματισμού που προβλέπει το μνημόνιο.
Στο εσωτερικό της χώρας, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2016, θα δικαιολογηθεί με την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο όμως δεν θα αποδίδεται αναγκαστικά στους σημερινούς δικαιούχους του ΕΚΑΣ, αλλά σε πολίτες χωρίς καμία πηγή εισοδήματος.