Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Κάθε χρόνο και λιγότερα θα πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο για την εξυπηρέτηση του χρέους από το 2016 μέχρι και το 2021.
Οπως προκύπτει από έγγραφο που διαβίβασε στη Βουλή ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, το 2016 η δαπάνη για τους τόκους θα διαμορφωθεί στα 5,375 δισ. ευρώ, το 2017 θα μειωθεί ακόμη περισσότερο στα 5,158 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2019 το ποσό θα πέσει στα 4,039 δισ. ευρώ.
Αυτά τα ποσά, βέβαια, θα διαμορφωθούν υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή στη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης, καθώς το ελληνικό χρέος βαρύνεται με τόκους που υπολογίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ακόμη και έτσι, όμως, το 2022 θα γίνει η «έκρηξη»: Οι τόκοι, από τα 4-5 δισ. ευρώ τον χρόνο, θα εκτιναχθούν τη συγκεκριμένη χρονιά στα 18,27 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 40% των συνολικών εσόδων από φόρους.
Με ορίζοντα λοιπόν το να βρεθεί βιώσιμη λύση για την εξυπηρέτηση του χρέους μετά το 2022, θα γίνει από τις αρχές του 2016 η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Με την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας θα ανοίξει η συζήτηση, ενώ η ονομαστική αξία του χρέους θα τείνει προς τα 337 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 326,5 δισ. ευρώ ή στο 185,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015 από 324,128 δισ. ευρώ ή 182,5% του ΑΕΠ το 2014.
Οσον αφορά το 2016, εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 337,6 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο 193,5% του ΑΕΠ.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα φτάσει στα 327,6 δισ. ευρώ (ή 187,8% του ΑΕΠ) από 316,5 δισ. ευρώ ή 180,2% του ΑΕΠ το 2015.
Η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους έχει φτάσει στα 16,48 χρόνια τον Σεπτέμβριο του 2015. Εφτασε σε αυτά τα επίπεδα εξαιτίας της αναδιάρθρωσης που έγινε στο χρέος από το 2010 και μετά μέσω των μνημονίων.
Το πώς συνέβαλαν οι δανειακές συμβάσεις των Ευρωπαίων εταίρων στη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους προκύπτει από τα στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών:
Η μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης κατά την 31η/12/2011 ανερχόταν σε 6,3 χρόνια.
Στις 31/03/2012, μετά την αναδιάρθρωση, είχε αυξηθεί στα 11,33 χρόνια, ενώ, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στις 30/09/2015 η μέση διάρκεια αποπληρωμής ήταν 16,48 χρόνια.
Το 10,7% του χρέους είναι βραχυπρόθεσμο με διάρκεια αποπληρωμής έως ένα έτος (κυρίως έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου), το 10,4% μεσοπρόθεσμο με διάρκεια έως 5 έτη και το μεγάλο μέρος, το 78,9%, μακροπρόθεσμο.
Αναλογία στο ΑΕΠ
Το μέσο επίπεδο τόκων για όλη την περίοδο 2015-2059 του υφιστάμενου χρέους σε απόλυτους αριθμούς είναι 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με μέγιστη τιμή τα 18,3 δισεκατομμύρια ευρώ (καταγράφεται το 2022) και ελάχιστη τιμή τα 394 εκατ. ευρώ.
Το μέσο επίπεδο τόκων, ως ποσοστό του εκτιμώμενου ΑΕΠ είναι, με βάση τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, 1,67% κατά μέσο όρο για όλη την περίοδο από 2015 έως το 2059. Η μέγιστη τιμή, όμως, διαμορφώνεται το 2022 και φτάνει στο 7,52%. Η ελάχιστη τιμή είναι το 0,12% και εντοπίζεται το 2059.