Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι βάλλεται πανταχόθεν μετά την απόφασή του να επεκτείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE).
Αρχικώς το πρόγραμμα επρόκειτο να «τρέξει» μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, εντέλει όμως παρατάθηκε για τουλάχιστον έξι μήνες, δηλαδή έως τον Μάρτιο του 2017.
«Η δραστηριότητα της ΕΚΤ είναι υπερβολική», σχολίασε ο Μάρτιν Βανσλέμπεν, γενικός διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων (DIHK). «Όσο περισσότερο συνηθίζουν οι χώρες (σσ. της Ευρωζώνης) στη στήριξη της ΕΚΤ, τόσο θα λιγοστεύουν τα κίνητρα για υγιή δημοσιονομικά μεγέθη».
Υποχώρηση στα χρηματιστήρια
Με απογοήτευση αντέδρασαν και οι αγορές, αν και για διαφορετικούς λόγους. Οι επενδυτές ήλπιζαν να αυξήσει ο επικεφαλής της ευρωτράπεζας τη «δύναμη πυρός» του προγράμματος, που παρέμεινε εν τέλει στα 60 δισ. ευρώ τον μήνα. Εν ολίγοις ήθελαν να δουν τον Μάριο Ντράγκι να πλημμυρίζει με ακόμη περισσότερο χρήμα τις αγορές. Μετά τις ανακοινώσεις, οι τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια υποχώρησαν.
Τους χειρισμούς Ντράγκι επαίνεσε, αντιθέτως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). «Η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει να στέλνει ισχυρά μηνύματα ότι είναι διατεθειμένη να αξιοποιήσει ποικίλα εργαλεία προκειμένου να επιτύχει το στόχο της, που είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών», ανέφερε εκπρόσωπος του Ταμείου.
Στους κόλπους της ευρωτράπεζας η απόφαση δεν ελήφθη ομόφωνα, παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, «υπήρξε όμως μεγάλη πλειοψηφία υπέρ του πακέτου μέτρων». Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται, πέρα από την επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων και η αύξηση των «τιμωρητικών» επιτοκίων για τις τράπεζες που προτιμούν να «καταθέτουν» τα χρήματά τους στην ΕΚΤ, παρά να τα διαθέτουν. Το επιτόκιο καταθέσεων μειώθηκε από το -0,2 % στο -0,3 %. Το βασικό επιτόκιο παρέμεινε στο ιστορικό χαμηλό του 0,05 %.
Ο κεντρικός τραπεζίτης επισήμανε ότι η ΕΚΤ είναι ικανή και έτοιμη να αναλάβει εκ νέου δράση, επαναλαμβάνοντας πως το πρόγραμμα παραμένει «ευέλικτο» σε ό,τι αφορά το μέγεθος, τη σύνθεση και τη διάρκειά του. «Δεν αποκλείουμε τη χρήση και άλλων εργαλείων εάν κρίνουμε πως είναι κατάλληλα», ανέφερε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη Τύπου.
Επιτυχία ή αποτυχία;
Η φόρμουλα Ντράγκι, που συνοψίζεται ως «παρεμβάσεις για όσο κρίνεται απαραίτητο», καταδεικνύει το δίλημμα της ευρωτράπεζας. Στόχος της είναι ο πληθωρισμός να κινείται ελαφρώς κάτω από το 2%. Για την τρέχουσα χρονιά ωστόσο δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 0,1% ενώ και για τις επόμενες χρονιές η ΕΚΤ έχει στο μεταξύ αναθεωρήσει προς τα κάτω τι εκτιμήσεις της και συγκεκριμένα στο 1% για το 2016 και στο 1,6% για το 2017.
Τι απέφερε λοιπόν μέχρι στιγμής η χαλαρή αυτή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ; Παραπέμποντας σε στατιστικά στοιχεία, στη Φρανκφούρτη απαντούν πως έχει φέρει αποτέλεσμα. Σύμφωνα με την ίδια ανάγνωση, έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες δανειοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη.
Μολονότι ο πληθωρισμός παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, ο Μάριο Ντράγκι δεν φαίνεται να αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της συνταγής του. «Κάνουμε περισσότερα επειδή λειτουργεί και όχι επειδή έχει αποτύχει». Σε μια εμφανή προσπάθεια να υπεραμυνθεί της πολιτικής του, ο κεντρικός τραπεζίτης επισήμανε ότι το τελευταίο διάστημα η ιδιωτική κατανάλωση ενίσχυσε την ασθμαίνουσα οικονομική ανάπτυξη, σε αντίθεση με τις εξαγωγές που διαδραμάτισαν ελάσσονα ρόλο. Με άλλα λόγια: εν μέρει η ισχνή ανάπτυξη και ο χαμηλός πληθωρισμός δεν οφείλονται στην ίδια την ευρωζώνη και τις αδυναμίες της, αλλά στις κρίσεις των αναδυόμενων οικονομιών και την χαμηλή τιμή του πετρελαίου.
Γιατί όμως να αξιοποιήσουν οι επιχειρήσεις τις αναμφίβολα ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις σε ένα περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης; Η χαμηλή ζήτηση δανείων στην ευρωζώνη δεν έγκειται σε προβλήματα που άπτονται της ρευστότητας ή των επιτοκίων, σχολίασε ο Μίχαελ Κέμερ, γενικός διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Τραπεζών, ασκώντας κριτική στην πολιτική της ΕΚΤ. «Όταν κάποιος κινείται με το αυτοκίνητό του σε έναν δύσβατο δρόμο, δεν μπορεί να κινηθεί γρηγορότερα εάν χρησιμοποιήσει πιο δυνατό αυτοκίνητο».
Επόμενο βήμα η έκδοση χρήματος;
Παρόμοια είναι και η ανάγνωση του Κλέμενς Φουστ. Κανείς δεν θα επενδύσει περισσότερα λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτίμησε ο διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών. «Εν μέσω χαμηλότερων επιτοκίων οι πιστωτές γίνονται όλο και πιο ανασφαλείς, με συνέπεια να επενδύουν και να καταναλώνουν επίσης λιγότερο». Τα ομόλογα δεν αγοράζονται από την ίδια την ΕΚΤ, αλλά από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και δη στην δευτερογενή αγορά, δηλαδή όχι απευθείας από τον οφειλέτη.
Ο Μ. Ντράγκι τόνισε άλλωστε ότι οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης αποφασίζουν αυτοβούλως για τις αγορές ομολόγων. Κληθείς να σχολιάσει δημοσιεύματα ότι ορισμένες κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν τρόπον τινά τις χώρες τους μέσω της αγοράς ομολόγων, κοινώς δηλαδή ότι τυπώνουν χρήμα, ο επικεφαλής της ευρωτράπεζας απάντησε: «Αυτό μπορώ σε κάθε περίπτωση να το αποκλείσω. Διότι αυτό θα έπρεπε να το αναφέρουν στην ΕΚΤ».
Η άμεση χρηματοδότηση κρατών απαγορεύεται στην Ευρωζώνη. Και σε αυτό το ζήτημα όμως υπάρχουν δυο στρατόπεδα. Για τους μεν η έκδοση χρήματος θα ήταν η άμεση λύση των τωρινών προβλημάτων, για τους δε «μέγα αμάρτημα».
Πηγή: Deutsche Welle