Μείωση παρουσίασαν οι καταναλωτές με ληξιπρόθεσμες οφειλές στη ΔΕΗ, αν και το ύψος των οφειλών αυτών αυξήθηκε, ξεπερνώντας τα 2 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, οι καταναλωτές που καθυστερούν ή αδυνατούν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς ρεύματος εκτιμώνται πλέον σε 2,1 εκατομμύρια έναντι 2,5 εκατομμυρίων που ήταν πριν από λίγες εβδομάδες.
Η διοίκηση της ΔΕΗ αποδίδει τη μείωση αυτή αφενός στο πρόγραμμα διακανονισμών, που τέθηκε σε εφαρμογή το καλοκαίρι και έδωσε την ευκαιρία σε καταναλωτές με ληξιπρόθεσμες οφειλές να τακτοποιήσουν σε δόσεις το χρέος τους, αφετέρου στην επιθετική πολιτική που εφαρμόζει η επιχείρηση, επιστρατεύοντας και το «όπλο» των αποκοπών στην προσπάθεια να περιοριστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ωστόσο, το ύψος των οφειλών από 1,9 δισ. ευρώ τον Μάρτιο διαμορφώνεται πλέον στα 2,2 δισ. ευρώ, εξαιτίας και των capital controls, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η ΓΕΝΟΠ, κυμαίνονται στο επίπεδο των 2,5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΗ Εμμανουήλ Παναγιωτάκη, βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία εκκαθάρισης του μητρώου των καταναλωτών που τροφοδοτούνται με το μειωμένο αγροτικό τιμολόγιο, ούτως ώστε όσοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να επανέλθουν στις κανονικές χρεώσεις που ισχύουν για τους λοιπούς καταναλωτές.
Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με τους βιομηχανικούς καταναλωτές για την υπογραφή εξατομικευμένων συμβάσεων.
Ενδιαφέρον για το 17% του ΔΕΣΦΑ
Στο μεταξύ, από αρμόδιες πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας έγινε γνωστό ότι ενδιαφέρον για την εξαγορά του 17% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ εκδηλώθηκε και από κοινοπραξία Ελλήνων επιχειρηματιών, όπως και από άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη μεταφορά αερίου.
Πλειοδότης για το 66% των μετοχών του Διαχειριστή έχει αναδειχθεί η Socar του Αζερμπαϊτζάν, αλλά η μεταβίβαση δεν έχει ολοκληρωθεί λόγω ενστάσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, η μεταβίβαση του 17% σε ευρωπαϊκή εταιρεία (ώστε το ποσοστό της αζέρικης πλευράς να πέσει στο 49%) μπορεί να άρει τις επιφυλάξεις της γενικής διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Πηγή: ΑΜΠΕ