Τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις από τη ραγδαία αύξηση της φορολογίας και την οικονομική κρίση στον ευρύτερο κλάδο των αλκοολούχων ποτών επισημαίνει η σχετική μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, εφόσον διατηρηθεί το υφιστάμενο καθεστώς φορολόγησης, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική της πορεία, φτάνοντας το 2014 τα 56 εκατ. φιάλες, από 72,1 εκατ. το 2010. Μια τέτοια εξέλιξη συνεπάγεται ότι το επίπεδο πωλήσεων το 2014 θα βρίσκεται στο 58% του επιπέδου πωλήσεων του 2005 και στο 63% του επιπέδου πωλήσεων του 2009.
Συνολικά τα έσοδα του Δημοσίου εκτιμάται ότι το 2014 θα είναι λιγότερα κατά 34 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με το 2011, ενώ οι πρόσθετες απώλειες θέσεων εργασίας υπολογίζονται σε 2.500 στην τριετία 2012-2014.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, η εγχώρια προστιθέμενη αξία που συνδέεται με την καταναλωτική δαπάνη στα αλκοολούχα ποτά προσέγγισε το 2010 το 1,5 δισ. ευρώ.
Τα αντίστοιχα εισοδήματα των εργαζομένων εκτιμώνται σε 437 εκατ. ευρώ, οι εταιρικοί φόροι σε 51 εκατ. ευρώ, ενώ ιδιαίτερα σημαντική επίδραση αφορά στην απασχόληση που «οφείλεται» στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών, η οποία προσεγγίζει τις 41.000 εργαζομένους.
Αντίστοιχα, τα φορολογικά έσοδα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) στα αλκοολούχα ποτά (πλην τοπικών αποσταγμάτων όπως ούζο και τσίπουρο) υπολογίζονται για το 2010 σε 322 εκατ. ευρώ -αρκετά χαμηλότερα από τους στόχους που είχαν τεθεί με βάση τις αυξήσεις στους συντελεστές ΕΦΚΟΠ- και τα έσοδα από ΦΠΑ σε 382 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών έχει πληγεί έντονα τόσο από την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, όσο και από τις διαδοχικές αυξήσεις του ΕΦΚΟ κατά 125% και του ΦΠΑ (από 19% σε 23%) τη διετία 2009-2010.
Ως αποτέλεσμα, οι τιμές των αλκοολούχων ποτών αυξήθηκαν κατά 25% και οι πωλήσεις μειώθηκαν περισσότερο από 20% το 2010, ενώ η πτώση συνεχίστηκε με παρόμοια ένταση και το 2011. Αντίστοιχα, το μερίδιο των αλκοολούχων ποτών επί του συνόλου των οινοπνευματωδών ποτών υποχώρησε από 7% περίπου την περίοδο 2005-2008, σε 5% το 2010.