Παράλληλες εφόδους στα γραφεία περισσότερων από 20 μεγάλων ομίλων φυσικού αερίου, σε δέκα χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, πραγματοποίησαν κλιμάκια των ευρωπαϊκών αντιμονοπωλιακών αρχών, εν μέσω υποψιών για δημιουργία καρτέλ με στόχο τον καθορισμό των τιμών.
Παρότι δεν κατονομάστηκαν ούτε οι όμιλοι ούτε οι χώρες, όπου πραγματοποιήθηκαν οι έφοδοι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει σε ανακοίνωσή της ότι οι έρευνες αφορούν «το ανώτατο επίπεδο παροχής» φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι αποσκοπούν στο να διασφαλιστεί «η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και η ελεύθερη ροή φυσικού αερίου, από τη στιγμή που εισάγεται» στην Ευρώπη.
Η αυστριακή OMV AG επιβεβαίωσε διά στόματος του διευθύνοντος συμβούλου της ότι συγκαταλέγεται στις εταιρίες αυτές. «Η εταιρία μας λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια και συνεργαζόμαστε με την αρχή προστασίας ανταγωνισμού», δήλωσε ο Γκέρχαρντ Ρόις.
Από τις δηλώσεις του προκύπτει ότι το στοιχείο που συνδέει τους ομίλους, σε βάρος των οποίων διενεργούνται έρευνες, είναι ότι όλοι συνεργάζονται με την Gazprom εισάγοντας φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Μεταξύ των ομίλων που επιβεβαίωσαν ότι κλιμάκιο της Ε.Ε. επισκέφθηκε τα γραφεία τους είναι και οι θυγατρικές του ρωσικού γίγαντα Gazprom σε Γερμανία και Τσεχία.
«Η Gazprom δεν έχει τίποτε να κρύψει και περιμένει με ψυχραιμία να διενεργηθεί η έρευνα», δήλωσε εκπρόσωπος της Gazprom Germania. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν οι δηλώσεις στελεχών της βουλγαρικής Bulgargaz και της E.ON Ruhrgas - της μεγαλύτερης επιχείρησης φυσικού αερίου στη Γερμανία- που επίσης παραδέχθηκαν ότι βρίσκονται μεταξύ των ομίλων που οι διασυνδέσεις τους με την Gazprom μπήκαν στο μικροσκόπιο.
Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, ο ρωσικός όμιλος βρίσκεται στο στόχαστρο των Βρυξελλών, καθώς υπάρχουν υποψίες ότι σύναψε συμφωνίες κατανομής των αγορών, περιλαμβάνοντας στα συμβόλαια όρους για εδαφικούς περιορισμούς.
Εάν οι έρευνες της Κομισιόν εξελιχθούν σε επίσημη δικαστική έρευνα για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, οι εμπλεκόμενες εταιρίες ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με πρόστιμα ύψους έως και 10% των ετήσιων εσόδων τους.