Εκκληση στην κυβέρνηση για τη λήψη άμεσων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών απηύθυνε ο υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας της Νέας Δημοκρατίας, Κωστής Χατζηδάκης, υπογραμμίζοντας πως η ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος για τον τόπο.
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, «το κράτος διαθέτει δύο εργαλεία: το ΕΣΠΑ και τον επενδυτικό νόμο. Ο επενδυτικός νόμος είναι σε αναστολή. Οι δημόσιες επενδύσεις, που θεωρητικά θα αυξάνονταν, έχουν ήδη περικοπεί, από 10,3 δισ. ευρώ, που προέβλεπε ο προϋπολογισμός, σε 9,3 δισ. ευρώ. Για το δε ΕΣΠΑ, οι πολίτες παρακολουθούν αλληλοκατηγορίες για καθυστερήσεις και συνεχείς εξαγγελίες επιτάχυνσης, που όμως δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα».
«Τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, είναι ανάγκη να προχωρήσουν έργα ΣΔΙΤ, αλλά και να προωθηθούν συμβάσεις παραχώρησης. Το έργο Οπτική Ίνα για το Σπίτι, τα περιφερειακά αεροδρόμια και οι μαρίνες είναι τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα», σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης, τονίζοντας πως καθε καθυστέρηση είναι εις βάρος της χώρας.
Πιο συγκεκριμένα ο τομεάρχης της ΝΔ προτείνει :
1. Να τρέξουν, χωρίς άλλες καθυστερήσεις, προγράμματα που ήταν ήδη έτοιμα (μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προγράμματα της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, η πρωτοβουλία JEREMIE).
2.Να σταματήσουν οι περιττές και ανούσιες διαβουλεύσεις, που το μόνο στο οποίο καταλήγουν είναι να ζημιώνουν την αγορά, όπως συνέβη με τη νέα περιττή διαβούλευση για το πρόγραμμα «ψηφιακή σύγκλιση».
3.Να προωθηθούν προγράμματα, στα οποία μπορεί να γίνει γρήγορη εκταμίευση με άμεσες θετικές επιπτώσεις στην αγορά, όπως είναι το πρόγραμμα «εξοικονόμηση κατ’οίκον», στο οποίο πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός, ξεπερνώντας τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ιδεοληψίες που κινδυνεύουν να ναρκοθετήσουν το ΕΣΠΑ.
4.Να συσταθεί μια διυπουργική συντονιστική ομάδα κρούσης, που θα επικεντρώσει την προσοχή της στα μεγαλύτερα προβλήματα και θα επιδιώξει να δώσει λύσεις με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και στοχοδιαγράμματα.
5.Να επιδιωχθεί, σε συνεννόηση με την Κομισιόν, λόγω των ειδικών συνθηκών και για την ελάφρυνση του προϋπολογισμού να ανέλθει η κοινοτική χρηματοδότηση στο 100% του προϋπολογισμού για ορισμένα χρόνια, με αντίστοιχη αύξηση της εθνικής συμμετοχής κατά τα τελευταία χρόνια εφαρμογής του προγράμματος.