Αυξημένες κεφαλαιακές προκλήσεις περιμένουν το 2010 τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες πάντως κατάφεραν να διατηρήσουν φέτος ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και κυρίως ποιοτικότερα κεφάλαια.
Τους πρώτους μήνες του έτους, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο αυξήσεων κεφαλαίου και από τις τράπεζες που δεν έχουν προχωρήσει σε κινήσεις εν όψει της δρομολογούμενης εξόδου από το πακέτο στήριξης και των πιέσεων από τους διεθνείς εποπτικούς κανόνες.
Οι αυξήσεις κεφαλαίου με μετρητά που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του τρέχοντος έτους συνέβαλαν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων. Το ζητούμενο, όπως τονίζεται από τις εποπτικές αρχές, είναι να διατηρήσουν οι τράπεζες ένα επίπεδο που να ανταποκρίνεται στο ακόμη αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, αλλά και στην προοπτική αυξημένων απαιτήσεων ποσοτικής και ποιοτικής κεφαλαιακής επάρκειας, υψηλότερων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και πιο ισορροπημένης διάρθρωσης των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες να διατηρούν σημαντικά περιθώρια κεφαλαίων, πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα ώστε να απορροφώνται ακόμη και απροσδόκητοι κραδασμοί. Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται και σχετικός περιορισμός των μερισμάτων που διανέμονται.
Βελτίωση στο εννεάμηνο
Στο εννεάμηνο, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε σε 13,2% για τις τράπεζες και 11,7% για τους ομίλους έναντι 10,7% και 9,4% αντιστοίχως τον Δεκέμβριο του 2008. Η βελτίωση προήλθε από την αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, ενώ οριακά μόνο αυξήθηκε το σταθμισμένο με βάση τον κίνδυνο ενεργητικό, με σημαντικό στοιχείο την ποιοτική βελτίωση των ιδίων κεφαλαίων.
Ειδικότερα, η ποιότητα βελτιώθηκε με την αύξηση των βασικών κεφαλαίων επί του συνόλου, ενώ συνέβαλε προς την ίδια κατεύθυνση η εξαγορά υβριδικών τίτλων και δανείων μειωμένης εξασφάλισης σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες της ονομαστικής, δεδομένου ότι η διαφορά της αξίας εξαγοράς από την ονομαστική προστίθεται στα βασικά ίδια κεφάλαια. Στην αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και των ομίλων συνέβαλε η έκδοση προνομιούχων μετοχών υπέρ του δημοσίου συνολικού ύψους 3,8 δισ. ευρώ, οι αυξήσεις κεφαλαίου σε μετρητά και η πώληση ιδίων μετοχών.
Οι τράπεζες προχώρησαν ακόμη σε «εσωτερική» χρηματοδότηση με κεφάλαια που προέρχονται από την κερδοφορία και τη μη διανομή μερίσματος, ενώ ευνοϊκά λειτούργησε στα ίδια κεφάλαια η ανατίμηση μετοχών που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Οπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεση για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, οριακά αυξήθηκε το σταθμισμένο με βάση τον κίνδυνο ενεργητικό εξαιτίας κυρίως της περιορισμένης πιστωτικής επέκτασης, καθώς έμειναν αμετάβλητα το σταθμισμένο ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο ενεργητικό που αποτελεί το 90% του συνόλου και το σταθμισμένο ως προς το λειτουργικό κίνδυνο ενεργητικό.
Ενώ λοιπόν αυξήθηκε, λόγω έκθεσης των τραπεζών σε στοιχεία που ενέχουν κίνδυνο αγοράς, το σταθμισμένο με βάση τον κίνδυνο αγοράς ενεργητικό, επειδή αποτελεί μικρό τμήμα του συνόλου, η επίδραση αυτού ήταν σχετικά περιορισμένη.
Στα θετικά, η ΤτΕ περιλαμβάνει τη βελτίωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας για το σύνολο του κλάδου, αλλά και τη σημαντική ενίσχυση του υπερβάλλοντος κεφαλαίου για την κάλυψη ζημιών. Πρόκειται για το πλεόνασμα που προκύπτει όταν από τα εποπτικά ίδια κεφάλαια αφαιρεθεί το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη του 8%, του απαιτούμενου δηλαδή ελάχιστου δείκτη. Με στοιχεία εξαμήνου το κεφάλαιο αυτό διπλασιάστηκε και ανήλθε σε 8 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας περαιτέρω στην ικανότητα των ομίλων να απορροφήσουν απροσδόκητες διαταράξεις ή κινδύνους.
Πίεση από το «πάγωμα» οφειλών
Πρόσθετη πίεση στην κεφαλαιακή επάρκεια θα δημιουργήσουν, εφόσον εφαρμοστούν, οι προωθούμενες ρυθμίσεις από το υπουργείο Οικονομίας για το «πάγωμα» οφειλών και ειδικά των ενήμερων. Η ΤτΕ έχει διατυπώσει τον προβληματισμό της για το σημείο αυτό, καθώς εάν μια τράπεζα προχωρεί σε ρύθμιση για ενήμερο δάνειο, από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας υπολογίζεται ως καθυστερούμενο, με τις ανάλογες απαιτήσεις.
Στην περίπτωση που περιληφθούν αδιακρίτως στη ρύθμιση οι ενήμερες οφειλές, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις αυξάνονται δυσανάλογα. Για το θέμα αναμένεται να αποφανθεί στα μέσα Ιανουαρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ΑΝΝΑ ΔΟΓΑ