Σε φάση ανάκαμψης εισήλθε το 2004 η ελληνική βιομηχανία, αφού μετά από τρία χρόνια συνεχούς υποχώρησης, ο όγκος βιομηχανικής παραγωγής το 2004 αυξήθηκε κατά 1,2%.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Kantor Capital, η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγικής δραστηριότητας οφείλεται αποκλειστικά στην μεγάλη άνοδο που παρατηρήθηκε το α’ εξάμηνο λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία αντιστάθμισε τη πτώση που παρατηρήθηκε το β’ εξάμηνο.
Αναλυτικότερα, σε σχέση με το 2003 παρατηρήθηκε αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της ελληνικής βιομηχανίας κατά 8,4%. Παράλληλα, οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 7,0%. Το συνολικό ενεργητικό αυξήθηκε κατά 7,4%, με αύξηση του παγίου ενεργητικού και του κυκλοφορούντος ενεργητικού κατά 8,7% και 6,4% αντίστοιχα.
Το 2004, οι επενδύσεις συνεχίσθηκαν με στόχο τη αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, την αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού και τη διεύρυνση του εύρους των παραγόμενων προϊόντων. Συνολικά, το ύψος των επενδύσεων αυξήθηκε σημαντικά κατά 217,6%, σε σχέση με το 2003, αφενός λόγω της πραγματοποίησης σημαντικών επενδύσεων την προηγούμενη τριετία αλλά και της αύξησης των καθαρών κερδών.
Στην έκθεση της Kantor Capital για την πορεία της Ελληνικής Βιομηχανίας μεταξύ άλλων καταγράφονται και οι ακόλουθες κρίσιμες τάσεις και εξελίξεις:
«Η αναθεώρηση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής άλλαξε την εικόνα που παρουσίαζε η Ελληνική Βιομηχανία τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον προηγούμενο δείκτη, η άνοδος της βιομηχανίας που είχε παρατηρηθεί την περίοδο 1995-2000 (σωρευτική αύξηση 14,8%) συνεχίστηκε και την περίοδο 2000 – 2004, με σωρευτική αύξηση 3,8%, με μοναδικό έτος μείωσης το 2003. Ο νέος δείκτης δείχνει συνεχή μείωση στην περίοδο 2000-2003 (σωρευτική μείωση 3%). Επομένως η συνολική εικόνα της Ελληνικής Βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από μία περίοδο μεγάλης ανόδου ως το 2000 και μία κάμψη μέχρι το 2003.
• Εξετάζοντας τις επιχειρήσεις της ελληνικής βιομηχανίας στο σύνολό τους, διαπιστώνεται σημαντική αύξηση του αριθμού των εταιρειών με πωλήσεις άνω των € 3 εκ. κατά 304 εταιρείες. Σε επίπεδο κλάδων, ο κλάδος των Τροφίμων κατέχει το 22,5% των παραγωγικών μονάδων (429 εταιρείες), ενώ σημαντική εξακολουθεί να είναι η παρουσία του κλάδου Μη Μεταλλικών Ορυκτών καθώς και των Μεταλλικών Προϊόντων και Κατασκευών. Ο κλάδος των Ενδυμάτων αύξησε σημαντικά την παρουσία του αφού 57 νέες εταιρίες περιλαμβάνονται στο δείγμα το 2004. Μικρότερες αυξήσεις εμφανίζουν οι κλάδοι των Πλαστικών, των Χημικών και των εταιριών παραγωγής Ηλεκτρολογικού Εξοπλισμού.
• Η κύρια αιτία που προσδιόρισε τις εξελίξεις στην παραγωγή το 2004 ήταν κυρίως οι διακυμάνσεις της εγχώριας ζήτησης προς την οποία κατευθύνεται άλλωστε και το 80% περίπου της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής. Αυτό καταδεικνύεται και από την πορεία δυο βασικών μεγεθών της βιομηχανίας - των μηνών εξασφαλισμένης παραγωγής και του ποσοστού χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού - που καταγράφονται στις Έρευνες Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής το 2004 περιορίσθηκαν έναντι του 2003 (από 5,4 σε5,0) και ο βαθμός χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού μειώθηκε από 76,4% το 2003 σε 75,1%. Ωστόσο τα μεγέθη αυτά παρουσίασαν πολύ μεγάλες διακυμάνσεις κατά την διάρκεια του χρόνου, αφού ενώ το α’ τρίμηνο οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής ήταν 6,0 και η χρησιμοποίηση εργοστασιακού δυναμικού 75,9%, το δ’ τρίμηνο περιορίστηκαν στους 4,7 και 73,7% αντίστοιχα.
• Ως προς τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, η αύξηση του ύψους των πωλήσεων σε σχέση με το 2003 συνοδεύτηκε από μικρότερη ποσοστιαία αύξηση του μεικτού κέρδους (2,5%), από μείωση του μεικτού περιθωρίου κέρδους κατά 0,6% και μείωση του καθαρού περιθωρίου κέρδους κατά 12,1%. Στο σύνολο της Βιομηχανίας, η μείωση της κερδοφορίας σε συνδυασμό με την αύξηση των Ιδίων Κεφαλαίων (κατά 4,2%) και του Ενεργητικού (κατά 2,5%) οδήγησαν σε μείωση των δεικτών απόδοσης Ιδίων Κεφαλαίων και Ενεργητικού το 2004 σε 10.3% και 4.7% αντίστοιχα, ενώ το 2003 οι αντίστοιχοι δείκτες ήταν 11,6% και 5,2%
• Από τους 25 κλάδους της Ελληνικής Βιομηχανίας, οι 7 αύξησαν το καθαρό περιθώριο κέρδους. Σημαντικότερες μεταβολές παρουσίασαν οι κλάδοι Επίπλων και Μεταλλικών Προϊόντων, οι οποίοι είναι οι μόνοι κλάδοι με θετική μεταβολή μεγαλύτερη του 3%. Αντίθετα, οι κλάδοι Χημικών, Εξόρυξης, Μεταφορικών Μέσων, Δέρματος και Καπνού κατέγραψαν τις σημαντικότερες αρνητικές μεταβολές, όπου στο σύνολό τους ήταν μεγαλύτερες του 5%.
• Ξεχωρίζουν για τον όγκο των επενδύσεων τα Τρόφιμα, τα Μη Μεταλλικά Ορυκτά, τα Παράγωγα Πετρελαίου, τα Μεταλλουργικά και Μεταλλικά Προϊόντα και τα Πλαστικά. Επίσης πρέπει να σημειωθούν οι αρνητικές τιμές επενδύσεων των κλάδων Υπόδησης και Καπνού.
• Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας αποτελεί αναμφισβήτητα, σύμφωνα με την KANTOR CAPITAL,το μεγάλο στοίχημα για το άμεσο μέλλον. Στην προσπάθεια αυτή των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας, σημαντικά εμπόδια απλώνονται όπως είναι ο υψηλός πληθωρισμός, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα που επιβάλλει στην εκάστοτε κυβέρνηση ολοένα και εντονότερους περιορισμούς των δημοσίων δαπανών και επενδύσεων και παράλληλα φθηνές εισαγωγές υποκατάστατων προϊόντων λόγω του ισχυρού ευρωπαϊκού νομίσματος».