«Οι πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις στις τιμές πετρελαίου έκαναν φανερή την ισχυρή διασύνδεση των αγορών πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Στην Ελλάδα σχέση αυτή γίνεται ισχυρότερη, γιατί πλέον του σημαντικού μεριδίου του πετρελαίου στην η πρωτογενή αγορά αυξάνεται και το μερίδιο του φυσικού αερίου.
Οι χαμηλές ρυθμιζόμενες τελικές τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου εμποδίζουν τις αντίστοιχες αγορές να ισορροπήσουν και είναι πιθανόν μεσοπρόθεσμα να εμφανισθούν φαινόμενα αστάθειας οφειλόμενα στην μη ικανοποιούμενη ζήτηση και στην συμπιεζόμενη κερδοφορία, των δύο κλάδων, λόγω των υψηλών τιμών του πετρελαίου».
Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα της επισκόπησης των ενεργειακών αγορών που διενεργεί κάθε χρόνο η KANTOR Capital. Στην έκθεση διατυπώνονται έντονοι ενδοιασμοί για την δυνατότητα ανάπτυξης ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ενώ κατατίθενται σαφείς προτάσεις για το μέλλον της ΔΕΗ, των ΕΛΠΕ και των τιμών στη χώρα μας. Ειδικότερα, η έκθεση εκτιμά ότι:
«1. Η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα πετρελαίου, καθώς και το γεγονός ότι μέσα στο 2004 τα ελληνικά διυλιστήρια δούλεψαν πολύ κοντά στo μέγιστο της δυναμικότητάς τους, διευρύνει την ανάγκη για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων διύλισης, οι οποίες συγχρόνως να εναρμονίζονται με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που προκύπτουν από τις Κοινοτικές οδηγίες.
2. Η εγχώρια αγορά πετρελαίου είναι ώριμη και κορεσμένη. Τα Ελληνικά Πετρέλαια θα πρέπει να βασίσουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους σε επενδύσεις σε δίκτυα διανομής (πρατήρια) σε άλλες χώρες και να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν υποδομές διύλισης σε δεύτερο στάδιο. Παράλληλα, θα πρέπει να εξασφαλίσουν μερίδιο σε κοιτάσματα πετρελαίου, ώστε να ελέγξουν καλύτερα τον κίνδυνό τους.
3. Στην Ελλάδα το μέλλον του φυσικού αερίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταχύτητα κατασκευής σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού. Η επιτυχής διασύνδεση με την Ιταλία και την Τουρκία θα καταστήσει την Ελλάδα κόμβο διαμετακόμισης φυσικού αερίου από το Ιράν και το Κατάρ προς την Κεντρική Ευρώπη. Η επιτυχία θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από την ταχύτητα υλοποίησης του έργου, δεδομένου ότι τα οικονομικά πλεονεκτήματα των εναλλακτικών διασυνδέσεων είναι σημαντικά και τα γεωπολιτικά μειονεκτήματα αμβλύνονται με το χρόνο. 4. Η Ελλάδα συνεχίζει να έχει από τις χαμηλότερες τιμές ηλεκτρισμού στην Ευρώπη για τους οικιακούς καταναλωτές, αρκετά κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ για τους βιομηχανικούς καταναλωτές η χρέωση προσεγγίζει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
5. Η Μελέτη Ανάπτυξης Συστήματος του ΔΕΣΜΗΕ προβλέπει μέση ετήσια αύξηση της ζήτησης ηλεκτρισμού περίπου 4.4%-4.7% μέχρι το 2009, γεγονός που καταδεικνύει ότι θα απαιτηθεί στο άμεσο μέλλον κατασκευή μεγάλων ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών. Η αύξηση της ζήτησης θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί με την άμεση κατασκευή 4-5 νέων μονάδων ισχύος 400 ΜW.
6. Παρά την αποσαφήνιση του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, μετρούμενη με τον αριθμό των καταναλωτών που άλλαξαν προμηθευτή, έχει καθυστερήσει. Μέχρι στιγμής, μόνο μία μονάδα φυσικού αερίου που ανήκει σε ανεξάρτητους παραγωγούς έχει εισέλθει στο Σύστημα, της ΤΕΡΝΑ (ανοιχτού κύκλου για επικουρικές υπηρεσίες). Η μονάδα των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη θα ξεκινήσει την εμπορική της λειτουργία της στο τέλος του 2005 / αρχές του 2006.
7. Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προς τους τελικούς καταναλωτές στην Ελλάδα είναι γενικά χαμηλές και αποσυνδεδεμένες από τα πραγματικά κόστη παροχής ηλεκτρισμού. Οι τιμές πρέπει να αυξηθούν άμεσα, καθώς στα σημερινά επίπεδα δεν μπορούν να στηρίξουν νέες επενδύσεις, πράγμα που επαληθεύεται έμμεσα από τη μεγάλη διστακτικότητα των ιδιωτών επενδυτών που έχουν εξασφαλίσει άδειες παραγωγής.
8. Πράγματι, η κατασκευή και λειτουργία ανεξάρτητων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από ιδιώτες επενδυτές δεν είναι προς το παρόν οικονομικά ελκυστική. Οι σημερινές τιμές των καυσίμων, σε συνδυασμό με τα εκτιμώμενα λειτουργικά και κεφαλαιακά κόστη των σταθμών φυσικού αερίου (πλήρες κόστος παραγωγής από 40 – 70 € / MWh, ανάλογα με τις ώρες λειτουργίας – Διάγραμμα 8), καταδεικνύουν ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να λειτουργήσουν τέτοιοι σταθμοί σε συνθήκες ανταγωνιστικής αγοράς, με δεδομένες τις χαμηλές τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
9. Τα επενδεδυμένα κεφάλαια της ΔΕΗ δεν απολαμβάνουν την απαιτούμενη απόδοση στα σημερινά επίπεδα τελικών τιμών. Συνεπώς θα είναι δύσκολο η επιχείρηση να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες επενδύσεις επέκτασης δυναμικότητάς ή αντικατάστασης παλαιών σταθμών.
10. Η ΔΕΗ, προκειμένου να ενισχύσει την κερδοφόρο ανάπτυξή της, πρέπει να στραφεί σε επενδύσεις πρώτα σε εταιρείες διανομής ηλεκτρισμού εκτός Ελλάδας και στη συνέχεια σε εταιρείες παραγωγής. Επενδύσεις σε σταθμούς παραγωγής πρέπει να γίνονται μόνο εφόσον έχει σε πρώτο στάδιο εξασφαλιστεί η ζήτηση από τους τελικούς καταναλωτές».