ΣΤΟ 3,5% αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Νικόλαος Γκαργκάνας, σε ομιλία του στη Θεσσαλόνικη. Προ μερικών μηνών, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν για αύξηση μικρότερη μέχρι και μισή εκατοστιαία μονάδα.
Η αύξηση του πληθωρισμού, όπως είπε ο κ. Γκαργκάνας, οφείλεται στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου διεθνώς και στην αναπροσαρμογή των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ορισμένων άλλων έμμεσων φόρων που αναγγέλθηκε στις 29 Μαρτίου του 2005.
Ωστόσο, η συγκράτηση της αύξησης του πληθωρισμού αντανακλά το γεγονός ότι τελικά οι επιχειρήσεις απορρόφησαν ένα μέρος της αναπροσαρμογής της έμμεσης φορολογίας, καθώς και τη σχετικά μικρή άνοδο των τιμολογίων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και την αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς από το Υπουργείο Ανάπτυξης και την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι ότι για ολόκληρο το έτος ο μέσος πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου ΔΤΚ) θα διαμορφωθεί στο 3,5%, από 3,0% πέρυσι, ενώ αντίθετα ο πυρήνας του πληθωρισμού, που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής, θα υποχωρήσει ελαφρά στο 3,2%, από 3,4% το 2004.
Επίσης, όπως ανέφερε ο κ. Γκραγκάνας, η απασχόληση αυξάνεται, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, και το ποσοστό ανεργίας μειώνεται, παραμένοντας όμως υψηλό.
Για το 2006, δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι διεθνείς οργανισμοί πάντως αναμένουν ότι ο μεν πληθωρισμός θα υποχωρήσει ελαφρά (στο 3,1% κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο 3,4% κατά τον ΟΟΣΑ), ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει υψηλός (στο 3,4% κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο 3,3% κατά τον ΟΟΣΑ).
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών, ο κ. Γκαργκάνας υπενθύμισε ότι στο αναθεωρημένο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που είχε καταρτίσει η κυβέρνηση τον περασμένο Μάρτιο το έλλειμμα είχε εκτιμηθεί σε 6,1% το 2004 και προβλεπόταν να μειωθεί σε 3,5% εφέτος και σε 2,8% το 2006.
Διαρθρωτικές αδυναμίες και προβλήματα της ελληνικής οικονομίας
Ταυτόχρονα όμως με τις θετικές αυτές εξελίξεις αυτές, συνέχισε ο κ. Γκαργκάνας, παραμένουν ορισμένες σοβαρές αδυναμίες και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή:
«Στην πενταετία (που συμπληρώνεται σε λίγες μέρες) από τότε που η Ελλάδα υιοθέτησε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, ο πληθωρισμός στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 3,5% περίπου κατά μέσον όρο -- σταθερά υψηλότερος δηλαδή από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ, που ήταν της τάξεως του 2%. Η διαφορά αυτή εν μέρει αντανακλά τις επιδράσεις της διαδικασίας πραγματικής σύγκλισης στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Επίσης αντανακλά τις ασύμμετρες επιδράσεις των διακυμάνσεων της τιμής του αργού πετρελαίου, τις διαφορές ως προς το βαθμό ευκαμψίας των αγορών προϊόντων και εργασίας, οι οποίες μεγεθύνουν τις πληθωριστικές επιδράσεις εξωτερικών ή εσωτερικών διαταραχών, αλλά και τις επιδράσεις στις τιμές από τη σημαντική χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών στην Ελλάδα, η οποία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της ένταξής της στη ζώνη του ευρώ».
«Απαράδεκτα υψηλό το ποσοστό ανεργίας»
Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Γκαργκάνα, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε απαράδεκτα υψηλό επίπεδο (10% κατά μέσον όρο το πρώτο εξάμηνο εφέτος), παρόλο που ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης την τελευταία εξαετία το 4%. Αυτό υποδηλώνει ότι το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό, δηλαδή συνδέεται με δυσκαμψίες της ελληνικής οικονομίας.
Ανησυχητικό είναι ακόμη το γεγονός ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ενώ -- σύμφωνα με την νέα παρουσίαση, που δεν περιλαμβάνει το ισοζύγιο κεφαλαιακών μεταβιβάσεων -- πέρυσι είχε μειωθεί στο 6,3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος από 7,2% το 2003, αναμένεται να αυξηθεί και πάλι εφέτος και να προσεγγίσει το 7,5% του ΑΕΠ».
Σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας
Ο κ. Γκαργκάνας τόνισε ακόμη ότι η διαμόρφωση του ελλείμματος αυτού γύρω στο 7% του ΑΕΠ επί αρκετά χρόνια δείχνει ότι υπάρχει στη χώρα μας σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, που έχει δύο πλευρές: το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας είναι χαμηλό, αντανακλώντας τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής παραγωγής, και η ανταγωνιστικότητα μειώνεται τα τελευταία χρόνια, σε σημαντικό βαθμό επειδή ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερος από τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο καθώς και σε άλλες χώρες με τις οποίες η Ελλάδα ανταγωνίζεται στο διεθνές εμπόριο.
Σύμφωνα με ορισμένους νέους υπολογισμούς, όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, αν γίνει σύγκριση με 27 χώρες που είναι οι κυριότεροι εμπορικοί μας εταίροι και αφού ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι σχετικές τιμές καταναλωτή της Ελλάδος αυξήθηκαν σωρευτικά την τελευταία πενταετία κατά 13% περίπου (σε κοινό νόμισμα), ενώ το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση αυξήθηκε σωρευτικά κατά 29%: οι αυξήσεις αυτές των σχετικών τιμών ή του σχετικού κόστους σε κοινό νόμισμα υποδηλώνουν αντίστοιχη μείωση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές.
Εξάλλου, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ανταγωνιστικότητα (World Economic Forum, Global Competitiveness Report 2005-2006, Σεπτέμβριος 2005), με βάση το "δείκτη της ανταγωνιστικότητας για ανάπτυξη" η Ελλάδα κατατάσσεται εφέτος στην 46η θέση μεταξύ 117 χωρών, δηλαδή εννέα θέσεις χαμηλότερα από πέρυσι (όταν είχε καταταγεί 37η μεταξύ 104 χωρών), και υστερεί έναντι όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 25 εκτός της Ιταλίας και της Πολωνίας. Επίσης, με βάση το "δείκτη της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας" η Ελλάδα επέτυχε μόνο οριακή βελτίωση, εφόσον κατατάσσεται στην 40ή θέση μεταξύ 116 χωρών, δηλαδή μία θέση υψηλότερα από πέρυσι (όταν είχε καταταγεί 41η μεταξύ 103 χωρών).
Bασική επιδίωξη η σταθερότητα των τιμών
Για τους λόγους αυτούς, όπως ανέφερε ο κ. Γκαργκάνας, «η επίτευξη και διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών στη χώρα μας πρέπει να αποτελεί βασική επιδίωξη -- μεταξύ άλλων για να σταματήσει η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας και για να αποτραπούν δυσμενείς συνέπειες για το ρυθμό ανάπτυξης και για την απασχόληση.
»Η ενιαία νομισματική πολιτική όμως αποσκοπεί στο να διασφαλίσει πληθωρισμό ελαφρά χαμηλότερο του 2% μεσοπρόθεσμα στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο και όχι σε επιμέρους χώρες. Γι' αυτό δεν μπορεί μόνη της να οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ ως συνόλου. Κατ' ανάλογο τρόπο, η υιοθέτηση του ευρώ και η νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα που αυτή συνεπάγεται επηρεάζουν μεν ευνοϊκά αλλά δεν εξασφαλίζουν την προοπτική να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μακροχρόνια. Η επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και η εξασφάλιση ταχύρρυθμης ανάπτυξης θα εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό από την άσκηση πρόσφορης εθνικής οικονομικής πολιτικής και από τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων. Συγκεκριμένα, θα εξαρτηθούν από την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής που θα έχει ως στόχο την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, από την άσκηση πολιτικής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα αποσκοπεί στη συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας και στην ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς και από τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση μισθολογικών αυξήσεων και τιμολογιακής πολιτικής που θα είναι συμβατές με τη σταθερότητα των τιμών και με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ειδικότερα, οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να συνεχιστούν τα επόμενα έτη. Μετά από τη μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2005, η μείωση που ορθά τίθεται ως στόχος με τον προϋπολογισμό του 2006 πρέπει να επιτευχθεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Επιπλέον, απαιτείται μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, όχι μόνο για να τηρηθούν οι αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να συμμορφωθεί η χώρα με όσα προβλέπονται στην απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (ECOFIN) της ΕΕ της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος), αλλά και για άλλους λόγους. »Συγκεκριμένα, το ύψος του δημόσιου χρέους (109,3% του ΑΕΠ το 2004), σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού, καθιστά αναγκαία και επείγουσα τη δημοσιονομική προσαρμογή, έτσι ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60% το αργότερο μέχρι το 2015, όταν οι δαπάνες για συντάξεις θα αρχίσουν να αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους απαιτεί την επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα έτη, κυρίως με τον περιορισμό των πρωτογενών τρεχουσών δαπανών σε μόνιμη βάση και με τη μείωση της φοροδιαφυγής ώστε να αυξηθούν τα έσοδα. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να μεταβληθεί η διάρθρωση τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων. Με τον τρόπο αυτό, πρώτον, θα υπάρξουν επαρκείς πόροι για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο και, δεύτερον, θα καταστεί δυνατή η περαιτέρω μείωση των συντελεστών της άμεσης φορολογίας. Με βάση αυτές τις κατευθύνσεις, η μείωση των ελλειμμάτων, η οποία είναι απαραίτητη για τη μόνιμη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, θα συμβάλει και στη μείωση του πληθωρισμού και την επίτευξη σταθερότητας των τιμών, καθώς και στην ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης και στην εδραίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, οι οποίες αποτελούν προϋποθέσεις για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης μακροχρόνια.
Όσον αφορά τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων στη μείωση του πληθωρισμού και στην επίτευξη σταθερότητας των τιμών, δηλαδή -- με βάση τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2%, οι προτάσεις που έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι οι εξής: Πρώτον, οι αυξήσεις των συμβατικών αποδοχών που προκύπτουν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων πρέπει να συνεπάγονται ότι ο ρυθμός ανόδου των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών θα συγκλίνει σταδιακά προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ (και όχι στην Ελλάδα), έως ότου ουσιαστικά εξαλειφθεί η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ και επιτευχθεί η σταθερότητα των τιμών.
Δεύτερον, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων, ώστε τα περιθώρια κέρδους να διαμορφώνονται σε κανονικά επίπεδα.
Για να εκτιμηθεί η σημασία που έχει για τη μείωση του πληθωρισμού η εφαρμογή των ανωτέρω προτάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση των αυξήσεων των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών και των περιθωρίων κέρδους, οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος έκαναν ορισμένες οικονομετρικές "προσομοιώσεις", τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύθηκαν στην Έκθεση που υποβάλαμε τον Οκτώβριο στη Βουλή. Αυτά δείχνουν ότι, εάν είχαν ακολουθηθεί όσα υποστηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τη διαμόρφωση τόσο των μισθολογικών αυξήσεων όσο και των περιθωρίων κέρδους, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να είχε πέσει στο 1% περίπου το 2004, ενώ εφέτος θα αυξανόταν βέβαια λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου και της αναπροσαρμογής των συντελεστών του ΦΠΑ, αλλά πάντως θα παρέμενε χαμηλότερος από το 2%. Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι μικρότερες αυξήσεις των ονομαστικών μισθών συμβάλλουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό και μεγαλύτερη άνοδο του ΑΕΠ και της απασχόλησης, χωρίς να είναι αισθητά μικρότερη η αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών. Εξάλλου, η κατά τι μικρότερη αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών υπεραντισταθμίζεται από τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης, και έτσι το συνολικό πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων αυξάνεται περισσότερο. Κατ' ανάλογο τρόπο ευεργετικές είναι οι επιδράσεις στα βασικά μεγέθη της οικονομίας από παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού που συμβάλλουν στη μείωση των περιθωρίων κέρδους όπου αυτά είναι υπερβολικά υψηλά. Δηλαδή αν είχαν γίνει αυτά που επί χρόνια τώρα εισηγούμαστε και για τα οποία πολλές φορές έχουμε – άδικα, κατά την άποψή μου -- επικριθεί, θα είχαμε σήμερα σταθερότητα των τιμών και, επιπλέον, δεν θα συνεχιζόταν η απώλεια ανταγωνιστικότητας, αλλά θα είχαμε επανακτήσει μέρος της ανταγωνιστικότητας που απωλέσαμε τα προηγούμενα χρόνια».
»Επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό τόσο η κυβερνητική πολιτική για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων όσο και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων κατά τους επόμενους μήνες να συμβάλουν ώστε οι ονομαστικές αυξήσεις των μέσων ακαθάριστων αποδοχών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για την περίοδο 2006-2007 να είναι συμβατές με την επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να συνεχιστεί η πολιτική για την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού.
Aνάγκη για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Ο κ. Γκαργκάνας τόνισε στη συνέχεια την ανάγκη για περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στο μέλλον. Η διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ θα απαιτήσει μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας από μια οικονομία της οποίας η ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, σε μια οικονομία όπου η προσφορά ανταποκρίνεται πιο αποτελεσματικά στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και μπορεί να αντιμετωπίζει με επιτυχία τον εντεινόμενο ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές, έτσι ώστε ο εξωτερικός τομέας να αναδειχθεί σε βασικό προωθητικό παράγοντα ανάπτυξης.
Ασφαλώς έχουν γίνει σημαντικά βήματα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και από την προηγούμενη κυβέρνηση και από τη σημερινή κυβέρνηση, είπε ο κ. Γκαργκάνας. Ωστόσο, «αυτά δεν είναι αρκετά. Χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά, ώστε, πρώτον να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να γίνει πιο αποτελεσματική η λειτουργία των αγορών, δεύτερον, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα, η οποία είναι το κλειδί όχι μόνο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αλλά σε τελευταία ανάλυση για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας μας και, τρίτον, να αυξηθεί το παραγωγικό δυναμικό».
«Kαμπανάκι» για τη γήρανση του πληθυσμού
Ιδιαίτερη σημασία έχει να ληφθούν εγκαίρως μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που διαγράφεται στο μέλλον – της γήρανσης του πληθυσμού, υπογράμμισε ο κ. Γκαργκάνας: «Οι επιδράσεις της γήρανσης του πληθυσμού στις δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη προβλέπεται να λάβουν μεγάλες και αυξανόμενες διαστάσεις μετά το 2015 και να είναι αναλογικά οι μεγαλύτερες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στη ζώνη του ευρώ. Σοβαρές εξάλλου μπορεί να είναι οι αρνητικές επιδράσεις στο εργατικό δυναμικό και στην παραγωγικότητα. Γι' αυτό, κατ' αρχήν είναι ανάγκη να εφαρμοστεί πολιτική για την ενίσχυση της γεννητικότητας. Επιβάλλεται ταυτόχρονα μια σφαιρική προσέγγιση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ασφαλώς απαιτείται δημοσιονομική προσαρμογή για αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, μείωση του δημόσιου χρέους και εξοικονόμηση δαπανών για πληρωμές τόκων. Όμως η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε περικοπές άλλων δαπανών ή φορολογικές αυξήσεις, καθώς αυτό θα υπονόμευε την οικονομική ανάπτυξη και την παροχή στοιχειωδών δημόσιων υπηρεσιών.
Προώθηση του διαλόγου για το ασφαλιστικό
Επιπρόσθετα, συνέχισε ο διοικητής της ΤτΕ, «χρειάζονται μέτρα πολιτικής για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, μεταξύ άλλων με την ενθάρρυνση της συμμετοχής των νέων, των γυναικών και των μεταναστών στην απασχόληση, αλλά και μέσω της αύξησης της μέσης πραγματικής ηλικίας αποχώρησης από την εργασία. Και, βεβαίως, είναι απαραίτητη η έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Πρέπει λοιπόν να προχωρήσει το συντομότερο ο διάλογος για τη μεταρρύθμιση αυτή.
»Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα στοιχεία δυσκαμψίας στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Ο πρόσφατος νόμος για το κόστος των υπερωριών και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας αντιμετωπίζει ορισμένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν επισημάνει οι επιχειρήσεις. Επομένως μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία και να συμβάλει έτσι σε αύξηση της απασχόλησης. Ωστόσο, σε μιας εποχή σημαντικών αναδιαρθρώσεων της παραγωγής, όπως είναι σημερινή, είναι σκόπιμο να εντοπιστούν και τυχόν άλλα εμπόδια στην κινητικότητα της εργασίας, τόσο από μια επιχείρηση σε μια άλλη όσο και από ένα κλάδο οικονομικής δραστηριότητας σε έναν άλλο. Όταν οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με πλεονάζον προσωπικό, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε διακοπή της λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα πολλαπλάσια απώλεια θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η δυνατότητα προσαρμογής του επιπέδου της απασχόλησης μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να είναι επωφελέστερη για όλους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι λειτουργούν ρυθμίσεις ασφαλείας για όσους θα θιγούν κατά τη μεταβατική περίοδο».