Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνιστούν το μεγαλύτερο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, υποστηρίζει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στο τελευταίο μηνιαίο οικονομικό του δελτίο.
Σύμφωνα λοιπόν με το ΚΕΠΕ, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών, διαπιστώνουμε ότι το 2014 η Εθνική Τράπεζα αποτελεί τη μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα μας, με την Τράπεζα Πειραιώς να κατέχει τη δεύτερη θέση και ακολουθούν η Eurobank-Ergasias και η Alpha Bank.
Επιπροσθέτως διαπιστώνεται ότι το Ενεργητικό των τραπεζών κατά το 2010 ήταν «εκτεθειμένο» στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια κατά μέσο όρο στο 70% περίπου (μάλιστα το 2008, που αρχίζει η οικονομική κρίση, το ποσοστό έφθανε το 76% περίπου).
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2014 η έκθεση του τραπεζικού συστήματος στα δάνεια υποχώρησε στο 66% περίπου του συνολικού τους Ενεργητικού. Το στοιχείο αυτό συνδέεται βέβαια και με τη μη έγκριση νέων δανείων από το τραπεζικό σύστημα λόγω οικονομικής αβεβαιότητας.
Σε επίπεδο δομής των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, μπορούμε κατ' αρχήν να αναφέρουμε ότι δυστυχώς δεν έχουμε ολοκληρωμένα στοιχεία για πλήρη ανάλυση σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες, ειδικά τα έτη 2013-14.
Διαπιστώνεται, επίσης, με σημαντικό βαθμό ασφάλειας, ότι τα εμπορικά και επιχειρηματικά δάνεια αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία δανείων του τραπεζικού μας συστήματος, με κάποια σχετική διαφοροποίηση στο σύνολο των δανείων από τράπεζα σε τράπεζα. Ακολουθεί η κατηγορία των στεγαστικών δανείων με πιο ομοιογενή ποσά και ποσοστά στο σύνολο των δανείων.
Σε ό,τι αφορά τώρα τη μελλοντική πορεία του τραπεζικού μας συστήματος, το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι: "από άποψη ανταγωνισμού και με βάση τον μικρό αριθμό των μεγάλων τραπεζών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μοιάζει να είναι ολιγοπωλιακό. Όμως το υπάρχον μέγεθος και η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο θα μπορούσε η δομή της τραπεζικής αγοράς να είναι και πολύ διαφορετική".
Επισημαίνει ότι υπάρχει σαφής αλληλοσυσχέτιση μεταξύ του τραπεζικού συστήματος και της πορείας της πραγματικής οικονομίας. Η ανάκαμψη δηλαδή του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας θα αποτελέσει καταλύτη για μια σειρά από παραμέτρους που το επηρεάζουν.
Πιο συγκεκριμένα, μια μελλοντική αύξηση του ΑΕΠ θα σταματήσει την περαιτέρω πτώση των τιμών των βασικών ενεχύρων (prices of collaterals) που συνοδεύουν τα δάνεια των τραπεζών. Το στοιχείο αυτό θα βελτιώσει την ποιότητα των ενεχύρων που συνοδεύουν τα δάνεια, γεγονός θετικό για τη δανειακή έκθεση των τραπεζών.
Επίσης, θα βοηθήσει στην αποπληρωμή των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απομακρύνοντας έτσι οποιοδήποτε κίνδυνο για νέα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, θα βοηθήσει σημαντικά στην εγγραφή νέων δανείων στα χαρτοφυλάκια και θα δημιουργήσει νέους εγχώριους πόρους χρηματοδότησης του Ενεργητικού των τραπεζών (δηλαδή καταθέσεις κάθε μορφής από ιδιώτες αλλά και από τη διατραπεζική αγορά).