Σταδιακή άρση των κεφαλαιακών ελέγχων που επιβλήθηκαν μετά την κατάρρευση των τραπεζών της το 2008 αναμένεται να προτείνει σήμερα η Ισλανδία.
Μια τέτοια κίνηση, που ίσως περιλαμβάνει την επιβολή φόρου σε κεφάλαια που μεταφέρονται εκτός χώρας, αναμένεται να προκαλέσει επικρίσεις από ξένους πιστωτές που έχουν περιουσιακά στοιχεία παγιδευμένα στις τράπεζες που κατέρρευσαν.
Πριν από επτά χρόνια, η χώρα επέβαλε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων μετά την κατάρρευση των τριών μεγαλύτερων τραπεζών της – Glitnir, Landsbanki και Kaupthing – υπό το βάρος των χρεών τους.
Το διακύβευμα, εκτός από την εύθραυστη ανάκαμψη της χώρας, είναι τα δισεκατομμύρια δολάρια ξένων επενδύσεων και χρέους που ανακτήθηκαν από τις τράπεζες και τα οποία παραμένουν «παγωμένα» στην Ισλανδία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης τον Μάρτιο, τα ανακτηθέντα κεφάλαια, τα οποία οι πιστωτές των χρεοκοπημένων τραπεζών έχουν στα χέρια τους και ενδεχομένως θέλουν να επαναπατρίσουν ανέρχονται περίπου σε 500 δισ. ισλανδικές κορώνες (3,75 δισ. δολάρια), περίπου το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας.
Παράλληλα, μπλοκαρισμένα παραμένουν και κεφάλαια ίσα με το 15% του ΑΕΠ της χώρας που επένδυσαν ξένοι σε ισλανδικά περιουσιακά στοιχεία και τίτλους όπως κρατικά ομόλογα.
Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα έχουν διαβεβαιώσει ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι πρέπει να αρθούν με τέτοιο τρόπο που να μην προκαλέσουν μαζική εκροή επενδύσεων, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε το εθνικό νόμισμα σε κατάρρευση και την ισλανδική οικονομία σε αποσταθεροποίηση.