Η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι ικανοποιημένη από τη συμμετοχή της στο διεθνή καταμερισμό επενδύσεων, με συνέπεια να αδυνατεί να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της παρουσίας του ξένου κεφαλαίου. Ο βαθμός προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, έναντι των εξελίξεων στις διεθνείς ροές κεφαλαίων, παραμένει χαμηλός, ενώ η σχετική κατάταξη της χώρας υποχωρεί έναντι των βασικών ανταγωνιστών της.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα ειδικής μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα που παρουσιάστηκε σήμερα στην Αίγλη Ζαππείου. Το βιβλίο με τίτλο ''Η Ελλάδα στη Διεθνή Αγορά Επενδύσεων'' των κ.κ. Παλάσκα, Πεχλιβάνου και Στοφόρου, προσεγγίζει την εξέλιξη των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα από το 1950 μέχρι σήμερα.
Οπως ανέφερε, κατά την παρουσίαση της μελέτης, ο καθηγητής Θεοδόσιος Παλάσκας, διευθυντής έρευνας του ΙΟΒΕ, οι προοπτικές προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα θα εξακολουθήσουν να είναι δυσμενείς στο βαθμό που τα μέτρα πολιτικής δεν συνιστούν ένα συνεκτικό πλέγμα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας και συνεχιστεί ο αποσπασματικός χαρακτήρας θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η υποχώρηση της Ελλάδας στη σχετική κατάταξη των επενδύσεων αναδεικνύει με εύγλωττο τρόπο πως σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν υπάρχει δυνατότητα εφησυχασμού, ειδικά όταν ο περίγυρος -οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης- προχωρούν με ταχείς ρυθμούς σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες αυξάνουν την ελκυστικότητα τους.
Η ανάλυση της εξέλιξης των Ξένων Αμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) διεθνώς καταγράφει δυο τάσεις: πρώτον, εμφανίζεται μια εντυπωσιακή αύξηση μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '90 (τα αποθέματα εισροών ΞΑΕ κατά την περίοδο 1980-2002 κατέγραψαν άνοδο ίση με 918%) και, δεύτερον, παρατηρείται έντονη γεωγραφική αναδιάρθρωση, καθώς αυξάνουν δυσανάλογα οι εισροές των ΞΑΕ εντός του ΟΟΣΑ. Αυτές οι τάσεις διαμορφώθηκαν από την ραγδαία άνοδο των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της ΕΕ. Επιβοηθητικό ρόλο έπαιξε και η ανάπτυξη προγραμμάτων περιφερειακής ολοκλήρωσης στην ΕΕ (απελευθέρωση επιμέρους αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς). Τα αποθέματα εισροών ΞΑΕ της ΕΕ αυξήθηκαν την περίοδο 1980-2002 κατά 1.107%.
Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα είχε μικρό βαθμό εμπλοκής σε αυτή τη διεθνή κινητικότητα, όπως επιβεβαιώνεται και από την άνοδο των αποθεμάτων εισροών ΞΑΕ σε ποσοστό 166% μόνο. Αυτή η υστέρηση μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα βαθμό στην αποχή της Ελλάδας από την έκρηξη εξαγορών και συγχωνεύσεων που έλαβε χώρα διεθνώς τη δεκαετία του '90 διότι τα κατά καιρούς εγχώρια προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων δεν ενθάρρυναν την προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών. Αντίθετα, προτιμούνταν η πώληση μεριδίων των υπό ιδιωτικοποίηση εταιριών σε ξένους θεσμικούς επενδυτές.
Από την άλλη, επισημαίνει το ΙΟΒΕ, ανταγωνιστικές περιφερειακές οικονομίες της ΕΕ, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, εκμεταλλεύτηκαν σε πρώτο στάδιο την ένταξη τους στην ΕΟΚ και σε δεύτερο στάδιο την εισδοχή τους στην ΟΝΕ για να βελτιώσουν σημαντικά την ελκυστικότητα τους ως προορισμού ξένων επενδύσεων, αξιοποιώντας παράλληλα σε μεγάλο βαθμό και τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης για την ενίσχυση των υποδομών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι την περίοδο 1980-2002 οι ΞΑΕ της Πορτογαλίας και της Ισπανίας κατέγραψαν παρόμοιες έντονες αυξήσεις κατά 1.100% και 4.136% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αδυναμία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων παρατηρείται παρά το ελκυστικό θεσμικό περιβάλλον. Η Ελλάδα από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε την ανάγκη διαμόρφωσης πολιτικής κινήτρων. Από την πρώτη κιόλας μεταπολεμική δεκαετία, διαμορφώθηκε (νόμος 2687/53), το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την αύξηση της ελκυστικότητας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Επίσης, τη δεκαετία του '90, με την υιοθέτηση του νόμου 2601/98, η χώρα προσέγγισε τα επίπεδα των επενδυτικών κινήτρων -επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις τόκων, επιδοτήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και φορολογικές απαλλαγές- της Ισπανίας. Όμως παρά ταύτα, η εξέλιξη των εισροών ΞΑΕ ήταν κάθε άλλο παρά ικανοποιητική με αποκορύφωμα το 2002, οπότε οι εισροές ΞΑΕ βρέθηκαν στη χαμηλότερη ιστορικά θέση τους.
Οι καμπές στην ελληνική ιστορία, όπως η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η εισδοχή της στην ΟΝΕ, δεν επηρέασαν όσο θετικά θα αναμενόταν τις εισροές ξένων επενδύσεων. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 οδήγησε σε παροδική άνοδο των ξένων επενδύσεων (κατά 37,9% το 1980). Στη συνέχεια όμως, κατά το ΙΟΒΕ, ο συνδυασμός των επιλογών πολιτικής και του οικονομικού περιβάλλοντος απομάκρυναν τη χώρα από τις διεθνείς εξελίξεις, με άμεσο αποτέλεσμα την επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης των εισροών ΞΑΕ.
Για την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων καθοριστικά σημεία είναι ορισμένοι εγχώριοι διαρθρωτικοί και πολιτικοί παράγοντες, όπως η οργάνωση της αγοράς εργασίας, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα, οι υποδομές και οι επενδυτικές συνθήκες (παροχή κινήτρων).
Την έναρξη της εκδήλωσης χαιρέτισε η κ. Ανδρονίκη Μπούμη, πρόεδρος του ΔΣ του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΙΟΒΕ. Για το σημαντικό ρόλο των ξένων επενδύσεων και την αναγκαιότητα προσέλκυσης διεθνών κεφαλαίων μίλησαν ο κ. Παναγιώτης Θωμόπουλος, υποδιοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, ο κ. Οδυσσέας Κυριακόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, ο κ. Γεώργιος Ζανιάς, γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομίας, ο κ. Γεώργιος Αλογοσκούφης, συντονιστής οικονομικών υποθέσεων της Νέας Δημοκρατίας και ο κ. Κωνσταντίνος Μπακούρης, μέλος του ΔΣ της Βιοχάλκο.