Την πώληση της επένδυσής της στη Marfin Diversified Strategy Fund Plc (MDSF), η οποία αποτελείται από 1.142.052,6400 Ιδρυτικές Μετοχές και 765.096,0464 Μετοχές Α σε δολάρια ΗΠΑ (αντιπροσωπεύοντας το 95% του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου της MDSF), στην Dorchester Capital Secondaries Offshore III, LP, ανακοίνωσε η Τράπεζα Κύπρου.
Το τίμημα της πώλησης ανέρχεται σε 92 εκατ. δολάρια (περίπου 84 εκατ. ευρώ) και αναμένεται να ενισχύσει τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή θέση της τράπεζας.
Επίσης, από την πώληση θα υπάρξει θετική επίδραση περίπου 0,1 ποσοστιαίων μονάδων στον δείκτη Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) του Συγκροτήματος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη μείωση των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων. Το λογιστικό κέρδος ανέρχεται σε περίπου 10 εκατ. ευρώ και αντιπροσωπεύει τη μεταφορά των σχετικών συναλλαγματικών αποθεμάτων στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων.
Σε ανακοίνωσή της η τράπεζα επισημαίνει πως η πώληση εμπίπτει στη στρατηγική του Συγκροτήματος για επικέντρωση στις κύριες αγορές και την πώληση μη βασικών δραστηριοτήτων.
Η επένδυση του Συγκροτήματος στη MDSF μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου μετά την εξαγορά ορισμένων δραστηριοτήτων της Λαϊκής Τράπεζας στις 29 Μαρτίου 2013, στα πλαίσια των σχετικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου υπό την ιδιότητά της ως Αρχή Εξυγίανσης. Η MDSF συστάθηκε στις 23 Ιουνίου 2006 στη νήσο Μαν (Isle of Μan) ως εταιρεία επενδύσεων ανοικτού τύπου, και η κύρια δραστηριότητά της είναι η επένδυση σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο συλλογικών επενδυτικών σχεδίων.
Το Ιδιωτικό Ταμείο του Ομίλου της Credit Suisse ενήργησε ως αποκλειστικός τραπεζικός σύμβουλος της τράπεζας και το δικηγορικό γραφείο Sidley Austin LLP στο Λονδίνο ενήργησε ως νομικός σύμβουλος της τράπεζας, σε σχέση με την πώληση της επένδυσης στη MDSF.
Όπως απαιτείται από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και σύμφωνα με την παράγραφο 5.2.1.17(7) του Νόμου 326/2009 (όπως τροποποιήθηκε), η συναλλαγή αυτή πραγματοποιήθηκε σε τιμές αγοράς (arm’s length) και δεν αφορά ή επηρεάζει τα συμφέροντα του γραμματέα της τράπεζας ή οποιουδήποτε «οριζόμενου προσώπου» όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 137(3) του Νόμου.