Στα 326 εκατ. ευρώ θα ανέλθει το συνολικό ποσό των τελών που θα εισπράξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προκειμένου να καλύψει το κόστος της προληπτικής εποπτείας που ασκεί στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ για την περίοδο 2014-2015.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, από το ποσό αυτό, 30 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν στο κόστος που αφορά την άσκηση εποπτείας τους δύο τελευταίους μήνες του 2014 (από τη στιγμή που η ΕΚΤ ανέλαβε την αρμοδιότητα άσκησης εποπτείας) και 296 εκατ. ευρώ στις δαπάνες που αναμένεται να προκύψουν για το 2015 συνολικά.
Αποτυπώνοντας την κατανομή του εποπτικού έργου της ΕΚΤ, 289,7 εκατ. ευρώ, ήτοι το 89% του συνολικού ποσού, θα εισπραχθούν από τις 123 σημαντικές τράπεζες που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Τα υπόλοιπα 36,3 εκατ. ευρώ, ήτοι το 11% του συνόλου, θα εισπραχθούν από τις περίπου 3.500 λιγότερο σημαντικές τράπεζες που υπόκεινται στην έμμεση εποπτεία της ΕΚΤ.
Το συνολικό ποσό των 326 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2014-2015 συμβαδίζει με την προκαταρκτική εκτίμηση που είχε πραγματοποιηθεί τον Μάιο του 2014, σύμφωνα με την οποία το κόστος εποπτείας θα ανερχόταν σε 300 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ το ποσοστό του 11% που θα εισπραχθεί από τις έμμεσα εποπτευόμενες τράπεζες είναι χαμηλότερο σε σχέση με την αρχική εκτίμηση (15%).
Σε επίπεδο τραπεζών, τα εποπτικά τέλη υπολογίζονται ανάλογα με τη σημασία και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας. Όλες οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ υποχρεούνται να υποβάλουν τα στοιχεία που απαιτούνται για τον υπολογισμό των αντίστοιχων εποπτικών τελών μέχρι την 1η Ιουλίου 2015. Κατόπιν θα καθοριστούν τα συνολικά τέλη που αναλογούν σε κάθε τράπεζα και στα τέλη του 2015 θα αποσταλούν οι σχετικές ειδοποιήσεις καταβολής τέλους.
Όσο η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα αποκτά βαθύτερη γνώση των τραπεζών τις οποίες εποπτεύει, είναι πιθανόν να εντοπίσει τομείς στους οποίους θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή από εποπτική σκοπιά, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις συνολικές δαπάνες της τραπεζικής εποπτείας. Κατά συνέπεια, οι συνολικές εποπτικές δαπάνες της ΕΚΤ θα μπορέσουν να διαμορφωθούν σε σταθερό επίπεδο μόνο μεσοπρόθεσμα.