ΙΟΒΕ: Η ύφεση γκρέμισε την αξία των κατασκευών

Από 22,5 δισ. ευρώ το 2006 η αγορά συρρικνώθηκε στα 8,1 δισ. ευρώ το 2013 και από το 11% του ΑΕΠ στο 4%
Τρίτη, 31 Μαρτίου 2015 13:56
UPD:13:57
REUTERS/ALKIS KONSTANTINIDIS

Ο κλάδος έχει πληγεί σε διπλάσιο βαθμό (-78%) από τον επόμενο κατά σειρά περισσότερο πληγέντα κλάδο της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το εμπόριο (-38%). 

Από την έντυπη έκδοση

Σε 8,1 δισ. ευρώ, περίπου 4% του ΑΕΠ, από 22,5 δισ. ή 11% του ΑΕΠ το 2006 διαμορφώθηκε η προστιθέμενη αξία του ευρύτερου τομέα των κατασκευών το 2013, ενώ σημαντική ήταν η επίπτωση της απαξίωσης του κλάδου και στην απασχόληση, η οποία περιλαμβάνει πλήθος ειδικοτήτων και επαγγελμάτων και μειώθηκε σε 287 χιλ. άτομα (8,7% της συνολικής απασχόλησης) από 589 χιλ. άτομα το 2008 (13% της συνολικής απασχόλησης).

Ο κλάδος έχει πληγεί σε διπλάσιο βαθμό (-78%) από τον επόμενο κατά σειρά περισσότερο πληγέντα κλάδο της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το εμπόριο (-38%). Περισσότερο από το 30% της ύφεσης συνδέεται με την πτώση των επενδύσεων στις κατασκευές.

Τα παραπάνω αποτελούν βασικά συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων για Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών (ΣΕΠΑΚ) και παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση με τη συμμετοχή εκπροσώπων του κλάδου και προσωπικοτήτων της πολιτικής και της οικονομίας.

Ειδικότερα, η μελέτη του ΙΟΒΕ «Η σημασία της ανάπτυξης, τα εμπόδια και το μέλλον του κλάδου των κατασκευών» εξετάζει το σημαντικό ρόλο των κατασκευών στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τους παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας.

Στην εναρκτήρια ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΕΠΑΚ, Πέτρος Παπαϊωάννου, σημείωσε την υπερφορολόγηση και την πολυνομία ως τους κύριους παράγοντες απαξίωσης του κλάδου και των ακινήτων και αναφέρθηκε στις προσπάθειες του Συνδέσμου για τη δημιουργία ενιαίου φορέα, ώστε να εκπροσωπεί όλο τον κλάδο για την πρόοδο και καλύτερη οργάνωση των κατασκευών.

Τη μελέτη παρουσίασε αναλυτικά ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Ν. Βέττας, δίνοντας έμφαση στον σημαντικό ρόλο που εξακολουθεί να διαδραματίζει ο κλάδος των κατασκευών στην ελληνική οικονομία.

Οπως τονίζεται στη μελέτη, παρά την τεράστια πτώση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η συνεισφορά του κλάδου στην ελληνική οικονομία παραμένει σημαντική. Για κάθε θέση που δημιουργείται στον κλάδο των κατασκευών στηρίζονται συνολικά 3 θέσεις εργασίας σε όλη την οικονομία.

Με βάση στοιχεία του 2013, για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται στον τομέα των κατασκευών, προστίθεται 1,8 ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας και το 0,4 ευρώ καταλήγει στα ταμεία του κράτους και αντίστοιχα για κάθε 1 εκατ. ευρώ αξία που παράγουν οι κατασκευές, δημιουργούνται 39 θέσεις εργασίας στην ευρύτερη οικονομία, εκ των οποίων οι 13 θέσεις δημιουργούνται στον κλάδο κατασκευών.

Πάνω από 3 δισ.

Το 2013, παρά την κρίση, ο στενός πυρήνας των κατασκευών συνεισέφερε άμεσα πάνω από 3 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία, ενώ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, η κατασκευαστική δραστηριότητα συνεισέφερε 19,6 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία σε όρους ΑΕΠ (11% του ΑΕΠ).

Επιπλέον, περίπου το 22% της επίδρασης στο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε φόρους και εισφορές που εισπράττει το κράτος, ενώ σε όρους απασχόλησης, και λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, η συνολική συνεισφορά της κατασκευαστικής δραστηριότητας υπολογίζεται σε 440,6 χιλ. θέσεις εργασίας. Ο τομέας των κατασκευών επηρεάζεται από παράγοντες, αρκετοί από τους οποίους έχουν μεταβληθεί άρδην στη διάρκεια της κρίσης:

Οι αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2008-2013, η εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και η κατακόρυφη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησαν σε περιστολή των επενδύσεων, αναβολή επιχειρηματικών επενδυτικών σχεδίων, αποεπένδυση και κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Ετσι, η πρόθεση αγοράς κατοικίας από το 2012 έχει εξασθενήσει δραματικά, ενώ οι συνθήκες χρηματοδότησης των κατασκευαστικών έργων επιδεινώθηκαν.

Παράλληλα, οι πόροι του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων μειώθηκαν σημαντικά, η στεγαστική πίστη έχει συρρικνωθεί και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων σε πραγματικούς όρους κινούνται ανοδικά λόγω του αποπληθωρισμού.

Ο αριθμός των συναλλαγών ακινήτων μειώθηκε από 148 χιλ. το 2007 σε περίπου 24 χιλ. το 2013 (συνολική μείωση κατά 84%). Η μείωση του αριθμού των συναλλαγών έχει περιορίσει σημαντικά και τα έσοδα από τους φόρους συναλλαγών (φόρος μεταβίβασης, ΦΠΑ κ.ά.).

Επίσης, με την έναρξη της κρίσης ένα μεγάλο απόθεμα νέων κατοικιών έμεινε αδιάθετο λόγω της πτώσης της ζήτησης, γεγονός που επέκτεινε τη χρονική διάρκεια απορρόφησής τους από την αγορά και τελικά την προσαρμογή της αγοράς κατοικίας σε ένα χαμηλό σημείο ισορροπίας.

Ως αποτέλεσμα, ο όγκος των αδειών για νέες οικοδομές την πενταετία 2009-2013 ήταν μικρότερος από τη διετία 2008-2009.

Δεσμεύσεις

Στην εκδήλωση του ΣΕΠΑΚ παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης. Μεταξύ άλλων ο υπουργός δεσμεύτηκε ότι θα αντιμετωπιστούν ζητήματα που άπτονται των εγγυητικών επιστολών σε όσες εταιρείες δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, ενώ αναφορικά με τα δημόσια έργα είπε πως η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στα μικρά και μεσαία, καθώς και στην υιοθέτηση διαφανών διαδικασιών τιμολόγησης των έργων.

Επτά προτάσεις για την έξοδο του κλάδου από την κρίση

Για την έξοδο του κλάδου των κατασκευών από τη δεινή κατάσταση, ο ΣΕΠΑΚ εισηγείται τις παρακάτω προτάσεις που στηρίζονται στα συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ και στοχεύουν όχι μόνο στην προσωρινή ανακούφιση του κλάδου αλλά και σε δομικές αλλαγές που θα βοηθήσουν γενικότερα την ανάπτυξη και θα βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την ποιότητα του χώρου στην Ελλάδα:

  1. Κωδικοποίηση, ριζική απλοποίηση και σταθεροποίηση του συνόλου της νομοθεσίας για τα ακίνητα, κυρίως σε ό,τι αφορά την άμεση ολοκλήρωση του κτηματολογίου, τον οικοδομικό και κτιριοδομικό κανονισμό, τη διαδικασία έκδοσης αδειών, τη διαδικασία έγκρισης των μελετών των ειδικών κτηρίων και τη διαδικασία έγκρισης σχεδίων οργανωμένης δόμησης.
  2. Απλοποίηση και κυρίως σταθεροποίηση του θεσμικού πλαισίου φορολόγησης των ακινήτων, ώστε η φορολογία να στηρίζεται σε πραγματικές τιμές της αγοράς και να είναι ευδιάκριτα και εύλογα τα είδη φορολόγησης (εισοδήματος από ακίνητα, κατοχής και μεταβίβασης ακινήτων).
  3. Εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου σε ό,τι αφορά την ποιότητα και την πιστοποίηση των υλικών, των μελετών και των κατασκευών και τις αρμοδιότητες, τον τρόπο επιλογής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελετητών, των προμηθευτών και των κατασκευαστών, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
  4. Προώθηση της οργανωμένης δόμησης και απλοποίηση των διαδικασιών έγκρισης τοπικών ρυθμιστικών ή πολεοδομικών σχεδίων σε ιδιωτικές αναπτύξεις, με τελικό στόχο η οργανωμένη δόμηση να αποδειχθεί προτιμότερη και, εκ των πραγμάτων, να αντικαταστήσει σταδιακά την εκτός σχεδίου δόμηση.
  5. Εργα αναβάθμισης του δημόσιου χώρου των πόλεων, ώστε να αναβαθμιστεί και η αξία των ακινήτων.
  6. Εργα εκσυγχρονισμού ή αντικατάστασης των υπαρχόντων κτηρίων και ιδίως των αστικών πολυκατοικιών, με παροχή κινήτρων και αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου.
  7. Εργα βελτίωσης των υποδομών και απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και χρηματοδότησης των κατασκευών που σχετίζονται με ιδιαίτερα παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός και με την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Χαμηλές αποδόσεις, υψηλή φορολογία

Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα απόδοση εισοδήματος των ακινήτων, αυτή κυμαίνεται σύμφωνα με εκτιμήσεις μεταξύ 2,2% - 3% σε ετήσια βάση. Τα ποσοστά αυτά είναι αρνητικά για την προσέλκυση επενδύσεων, αν λάβουμε υπ’ όψιν τη φορολόγηση των εισοδημάτων από τα ενοίκια καθώς και τους πρόσθετους φόρους επί των ακινήτων.

Πάντως, συγκρινόμενη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα βρίσκεται στην ομάδα χωρών με τις χαμηλότερες ετήσιες αποδόσεις από το εισόδημα των ακινήτων στην Ε.Ε.-28.

Τα έσοδα από τη φορολογία ακινήτων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν το 2012 στο 2,1% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα 7η μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Οι επαναλαμβανόμενοι φόροι επί της περιουσίας στην Ελλάδα, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν τους φόρους μεταβίβασης ακινήτων, αντιστοιχούσαν το ίδιο έτος (δηλαδή πριν από την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ) στο 1,4% του ΑΕΠ.

Με την υπόθεση ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν καταγράφονται σημαντικές μεταβολές, οι εκτιμήσεις για τα έσοδα από φόρους στην περιουσία το 2014 κατατάσσουν την Ελλάδα στην 3η θέση στην Ε.Ε.-28.

ΤΕΤΗ ΗΓΟΥΜΕΝΙΔΗ - [email protected]



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα