Ο Γερμανός οικονομολόγος και επικεφαλής του ινστιτούτου IFO Χανς Βέρνερ Ζιν επικρίνει την επικείμενη αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και υποστηρίζει ότι αποτελεί «πρόσχημα» για τη στήριξη τραπεζών στη νότια Ευρώπη.
Την Πέμπτη αναμένονται οι ανακοινώσεις της ΕΚΤγια την αποκαλούμενη «ποσοτική χαλάρωση» (Quantitative Easing), δηλαδή την αγορά κρατικών ομολόγων από κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με στόχο την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού και την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι μέχρι στιγμής εκτιμήσεις κάνουν λόγο για παρέμβαση τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ από τους κεντρικούς τραπεζίτες της Φρανκφούρτης.
Μιλώντας στη γερμανική ραδιοφωνία (DLF), ο Χανς Βέρνερ Ζιν εκφράζει εντελώς διαφορετική άποψη. «Θεωρώ πρόσχημα την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού» δηλώνει ο επικεφαλής του ινστιτούτου IFO του Μονάχου. «Ο πυρήνας του πληθωρισμού, που δεν περιλαμβάνει τα πετρελαιοειδή, κυμαίνεται στο 0,8%. Δεν βλέπω πού είναι το πρόβλημα. Νομίζω ότι πίσω από αυτήν την επιχειρηματολογία κρύβεται κάτι άλλο: κρύβεται δηλαδή η επιδίωξη να διευκολυνθούν οι τράπεζες στη νότια Ευρώπη, που έχουν φορτωθεί τοξικά ομόλογα. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και μάλιστα αν διατηρούσαμε τα φυσιολογικά επίπεδα επιτοκίων θα είχαν ήδη χρεοκοπήσει», υποστηρίζει.
Οι «παραχωρήσεις» της ΕΚΤ
Η Γερμανία, αλλά και η γερμανική κεντρική τράπεζα έχουν ήδη εκφράσει επιφυλάξεις για την παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων, καθώς φοβούνται ότι η «ποσοτική χαλάρωση» αποτελεί αντικίνητρο για τα κράτη-μέλη με υψηλό κρατικό χρέος, που θέλουν να «νοικοκυρέψουν» τα οικονομικά τους.
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προσπαθεί να επιδείξει διάθεση συμβιβασμού και γι’ αυτό προτείνει στο Βερολίνο, ως συμβιβαστική λύση, να μην υπάρξει αμοιβαιοποίηση του ρίσκου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και κάθε κεντρική τράπεζα να καλύπτει το ρίσκο της αγοράς τίτλων στη χώρα της.
Ο Χανς Βέρνερ Ζιν δηλώνει ότι «ασφαλώς αυτό θα ήταν μία σημαντική παραχώρηση, η οποία όμως ακόμη δεν είναι σίγουρη. Έχω ακούσει και μία άλλη πιθανή εκδοχή, ότι δηλαδή το ρίσκο θα αμοιβαιοποιηθεί κατά το ήμισυ και η κεντρική τράπεζα θα καλύπτει μόνο το υπόλοιπο 50%. Ας περιμένουμε λοιπόν να δούμε τι θα γίνει…».
Στην παρατήρηση του Γερμανού δημοσιογράφου ότι το «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί ρουτίνα στις ΗΠΑ, οπότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την Ευρώπη», ο Χανς Βέρνερ Ζιν αντιτείνει τα εξής: «Η ειδοποιός διαφορά με τις ΗΠΑ είναι ότι εκεί η FED, η κεντρική τράπεζα, αγοράζει μόνο ομοσπονδιακά ομόλογα και όχι τους τίτλους που εκδίδει η κάθε πολιτεία. Αν η ΕΚΤ παρενέβαινε στην Αμερική θα αγόραζε ομόλογα στην Καλιφόρνια, στο Ιλινόι ή στη Μινεσότα, για να αναφέρω τρεις πολιτείες με σοβαρό πρόβλημα χρέους. Τι θα έκανε τότε η Καλιφόρνια; Απλώς θα συνέχιζε να χρεώνεται, γιατί θα είχε τη βεβαιότητα ότι τα επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν χαμηλά».
Ποια εναλλακτική λύση έχει ο Ντράγκι;
Η Φρανκφούρτη έχει ξεκαθαρίσει ότι η αγορά κρατικών ομολόγων στα πλαίσια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί ένα «μη συμβατικό, αλλά αναγκαίο» εργαλείο νομισματικής πολιτικής, το οποίο όχι μόνο δεν αντιβαίνει στο καταστατικό της ΕΚΤ, αλλά αντιθέτως εξυπηρετεί πλήρως τους στόχους του. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το καταστατικό της ΕΚΤ, οι τραπεζίτες της Φρανκφούρτης είναι υπεύθυνοι για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και τη διατήρηση του πληθωρισμού σε μία τιμή που κυμαίνεται γύρω στο 2% ετησίως.
Ο Χανς Βέρνερ Ζιν εκφράζει πάντως διαφορετική άποψη: «Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί το 2%; Πουθενά δεν προβλέπεται αυτό, απλώς η ίδια η ΕΚΤ κάποτε αποφάσισε να το καθιερώσει. Το να πεις ότι θα ανεχθώ έναν πληθωρισμό 2% είναι λογικό, άλλο αυτό όμως και άλλο να ορίσεις ως στόχο έναν πληθωρισμό 2%. Κάτι τέτοιο αποτελεί υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία του καταστατικού της ΕΚΤ».
Πηγή: Deutsche Welle