Έρευνα της Statbank για την αγορά καπνού και τσιγάρων

Πέμπτη, 01 Απριλίου 2004 14:29

«Οι οικονομικές δυσκολίες τελικώς της κάνουν... καλό. Ο λόγος για την εγχώρια αγορά τσιγάρων η οποία το 2002 κινήθηκε για άλλη μια χρονιά ανοδικά, συνεχίζοντας ένα σερί που διαρκεί πολλά χρόνια σε πείσμα των προσπαθειών να μειωθεί η κατανάλωση και να σταματήσουν οι διαφημιστικές πρωτοβουλίες του κλάδου».

Τα παραπάνω επισημαίνει η Statbank σε έρευνά της για την αγορά καπνού και τσιγάρων, η οποία έχει ως εξής:

«Στην ελληνική αγορά η τάση κατανάλωσης τσιγάρων είναι από το 1997 διαρκώς αυξητική. Η ετήσια κατανάλωση τσιγάρου, που εκείνη την χρονιά ήταν 29,9 δισεκατομμύρια τσιγάρα, το 2002 ανήλθε σε 33,3 δισεκατομμύρια σημειώνοντας συνολική αύξηση 11%. Η κατά κεφαλή κατανάλωση φτάνει πλέον τα 3.010 τσιγάρα ετησίως, και είναι η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται συνολικά πέντε καπνοβιομηχανίες (Παπαστράτος, Καρέλιας, ΣΕΚΑΠ, Κεράνης, Γεωργιάδης) καθώς και πολυεθνικές εταιρείες που ασκούν εμπορική δραστηριότητα.

Περίπου 280 σήματα συνωστίζονται στην ελληνική αγορά για να κερδίσουν την εύνοια των 4 εκατομμυρίων περίπου καπνιστών. Το τσιγάρο φτάνει στον καταναλωτή μέσω του δικτύου διανομής της εταιρείας και των πρατηριούχων, στα σημεία πώλησης που είναι τα περίπτερα, τα ψιλικατζίδικα και τα βενζινάδικα.

Το 2003 ωστόσο ίσως αποδειχθεί τελικά η χρονιά που θα θέσει αρνητικό πρόσημο στις συνολικές πωλήσεις του κλάδου. Ο λόγος είναι η κακή τουριστική σεζόν, καθώς τα 14 εκατομμύρια ξένων τουριστών αποτελούν πολύ καλούς πελάτες για τις ελληνικές εταιρείες.

Τα προβλήματα της καπνοβιομηχανίας δεν προέρχονται ωστόσο μόνο από τη δυσμενή οικονομική συγκυρία. Η καπνοβιομηχανία παγκοσμίως εισέρχεται σε ένα διαρκώς αυστηρότερο καθεστώς απαγορεύσεων και ρυθμίσεων, το οποίο ενδεχομένως θα επηρεάσει την πορεία της.

Από τα θέματα που κυριάρχησαν το 2003 στην αγορά ωστόσο ήταν οι ανατιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, οι οποίες προκάλεσαν την αντίδραση του υπουργείου Ανάπτυξης το οποίο παρέπεμψε τις επιχειρήσεις στην επιτροπή ανταγωνισμού. Απόφαση πάντως για το συγκεκριμένο θέμα δεν είχε εκδοθεί έως τα τέλη της χρονιάς.

Όμως το σημαντικότερο γεγονός για την αγορά ήταν η εξαγορά της βιομηχανίας Παπαστράτος από της Philip Morris με την οποία πέρασε σε ξένη ιδιοκτησία μια από τις παλαιότερες και πλέον γνωστές βιομηχανίες της χώρας.

Πολλοί εκπρόσωποι του κλάδου υποστηρίζουν ότι το κύριο πρόβλημα είναι η συνεχής και αρκετές φορές αιφνιδιαστική επιβολή νέων μέτρων, τοπικής ή κοινοτικής προέλευσης, όπως είναι ο περιορισμός στην επικοινωνία, η αλλαγή στην εμφάνιση των πακέτων, ακόμη και ο εξοστρακισμός των καπνιστών. Οι περιορισμοί αυτοί, υποστηρίζουν, φτάνουν στα όρια της υπερβολής και πυροδοτούν την αντικαπνιστική υστερία, οπότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.

Ενα ακόμη σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εγχώρια αγορά τσιγάρων είναι η λαθρεμπορία. Ενώ το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα έντονο σήμερα, αντιπροσωπεύοντας κατ εκτίμηση το 2%-3% της συνολικής αγοράς, όλοι θεωρούν ότι θα οξυνθεί. Οι ποσότητες των τσιγάρων και των απομιμητικών προϊόντων καπνού που εισάγονται λαθραία στη χώρα μας, εκτιμάται ότι θα σημειώσουν ραγδαία άνοδο. Η πρόβλεψη αυτή δεν είναι άσχετη με τη συνεχή αύξηση του αριθμού των οικονομικών μεταναστών στη χώρα.

Το πρόβλημα της λαθρεμπορίας τσιγάρων δεν αποτελεί ασφαλώς ελληνική πρωτοτυπία. Στη Βρετανία το 25% της αγοράς διακινείται από το λαθρεμπόριο, ενώ μικρότερα ποσοστά εμφανίζονται και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το φαινόμενο αυτό έχει τις ρίζες του στην υψηλή φορολογία που αυξάνει τις λιανικές τιμές και κάνει ελκυστικότερα τα προϊόντα του λαθρεμπορίου. Ενας από τους χαμένους είναι και το ελληνικό κράτος, που αντιμετωπίζει σημαντικές απώλειες εσόδων από τη μη καταβολή των φόρων.

Τα οικονομικά αποτελέσματα

Εκρηξη κερδοφορίας χαρακτήρισε τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών διακίνησης τσιγάρων και καπνού το 2003. Οι έξι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου που αποτελούν από κοινού με τις καπνοβιομηχανίες τους απόλυτους κυρίαρχους στις πωλήσεις κατάφεραν να δουν τον κύκλο εργασιών του 2002 να σημειώνει άνοδο κατά σχεδόν 18% και να σκαρφαλώνει με αυτό το τρόπο στα 437 εκατ. ευρώ από 370 εκατ. την αμέσως προηγούμενη χρήση.

Με ρυθμό ανάλογο αυτού των πωλήσεων αυξήθηκαν και τα μεικτά κέρδη, τα οποία έφτασαν τα 137,4 εκατ. ευρώ από 116,8 εκατ. ευρώ, και διατήρησαν το μεικτό περιθώριο κέρδους του κλάδου πάνω από το 31%. Ταυτόχρονα οι εταιρείες υπήρξαν ιδιαίτερα φειδωλές στις δαπάνες τους και συγκράτησαν τα κόστη διάθεσης των προϊόντων και διοικητικής λειτουργίας σε 94,2 εκατ. ευρώ, μόλις 8% υψηλότερα έναντι της αμέσως προηγούμενης χρήσης. Αποτέλεσμα ήταν τα μερικά αποτελέσματα να ξεπεράσουν τα 43,2 εκατ. ευρώ έναντι μόλις 29,7 εκατ. (+45%).

Επιπλέον «μπόνους» ύψους σχεδόν 800 χιλ. ευρώ απέσπασαν οι έμποροι τσιγάρων από χρηματοοικονομικά έσοδα, τα οποία συνολικά το 2002 ήταν 2,9 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα τα αντίστοιχα έξοδα αυξήθηκαν μόλις κατά 300 χιλ. ευρώ, σε 1,8 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος κλάδος είναι ο μόνος στον οποίο τα χρηματοοικονομικά έξοδα υπολείπονται των αντίστοιχων εσόδων, γεγονός που οφείλεται στην υψηλή ταμειακή ροή που έχουν οι έμποροι τσιγάρων, οι οποίοι εισπράττουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τον οποίον αποδίδουν εν συνεχεία στο κράτος.

Τα καθαρά προ φόρων κέρδη εκτινάχθηκαν το 2002 σε 43,8 εκατ. ευρώ από 27,8 εκατ. ευρώ, αύξηση που μεταφράζεται σε 57%. Οπως είναι φυσικό οι δείκτες απόδοσης εκτινάχθηκαν στα ύψη. Το καθαρό περιθώριο κέρδους πλέον είναι διψήφιο, 10,01% δυόμιση ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα έναντι του 2001, ενώ η απόδοση ιδίων κεφαλαίων πλέον φτάνει πλέον το εντυπωσιακό 75,5%, εννέα μονάδες υψηλότερα απ’ όσο το 2001.

Η εντυπωσιακή άνοδος της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων επιτεύχθηκε παρότι το σύνολο ιδίων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση κατά 38% και πλέον αντιστοιχεί σε 58 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα οι συνολικές υποχρεώσεις φτάνουν τα 267,7 εκατ. ευρώ από 235 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό και διαμορφώνει το δείκτη δανειακής επιβάρυνσης σε 82%, όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (φτάνουν τα 263 εκατ. ευρώ) αντιπροσωπεύουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που οφείλουν να αποδώσουν οι επιχειρήσεις στο κράτος και κατά συνέπεια επί της ουσίας δεν επηρεάζει την οικονομική κατάσταση των εμπόρων.

Εκτός από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης το κράτος εισέπραξε από το φόρο εισοδήματος 17,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή 7,5 εκατ. περισσότερα απ’ ό,τι το 2001. Ακόμα πιο ευχαριστημένοι θα πρέπει να είναι οι βασικοί μέτοχοι, οι οποίοι έβαλαν στις τσέπες τους τριπλάσια μερίσματα από την προηγούμενη χρονιά (9,5 εκατ. ευρώ από 3,1 εκατ. ευρώ).

Οι επιχειρήσεις

Το 2002 οι πωλήσεις της Philip Morris Hellas, που διευθύνεται από τον κ. Frederic de Wilde, αυξήθηκαν κατά 6,4%. Ετσι το μερίδιο αγοράς της έφθασε το 26,8% παρουσιάζοντας αύξηση 1,3 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το 2001. Τα κύρια διεθνή σήματα της εταιρείας που συνέβαλαν σε αυτά τα αποτελέσματα είναι τα L&Μ, Philip Morris και Muratti, αλλά ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του «νούμερο ένα» σε πωλήσεις σήματος, του Marlboro, του οποίου οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 6,7% σε σχέση με το 2001, αγγίζοντας το υψηλότερο μερίδιο αγοράς, 24,9%.

Η British American Tobacco (ΒΑΤ) αύξησε τις πωλήσεις τσιγάρων της – σε σχέση με την προηγούμενη οικονομική χρήση – κατά 3,14%, τις πωλήσεις καπνού πίπας κατά 9,39% και εκείνες του στριφτού τσιγάρου κατά 43,7%. Η ΒΑΤ διακινεί τα τσιγάρα Peter Stuyvesant, Cartier Vendome, Dunhill, Rothmans, Samson, Vogue και Havana. Ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε το 2002 σε 91,8 εκατ. ευρώ έναντι 82,5 εκατ. το 2001 εμφανίζοντας άνοδο κατά 11,3%. Αντιστοίχως τα καθαρά κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν το 2002 σε 3 εκατ. ευρώ έναντι 1,8 εκατ. ευρώ το 2001 εμφανίζοντας αύξηση 68%.

Η Japan Tobacco International, η οποία διακινεί τα σήματα Camel, More, Mustang, Salem, Vantage, Winston και Yves Saint Laurent, συνέχισε και το 2002 την ανοδική της πορεία. Η εταιρεία επιδιώκει να ανταγωνίζεται τις άλλες εταιρείες του κλάδου μέσω της προσφοράς ποιοτικών προϊόντων και στοχεύει στην ισχυροποίηση της θέσης της στην ελληνική αγορά, βελτιώνοντας παράλληλα τα οικονομικά της μεγέθη. Το 2002 τα έσοδα της εταιρείας σημείωσαν άνοδο κατά 15% φτάνοντας τα 59 εκατ. ευρώ, αλλά καταγράφηκαν ζημιές ύψους 821 χιλ. ευρώ.

Η Gallaher Hellas, η οποία μεταξύ άλλων διακινεί τα σήματα Silk Cut, Benson & Hedges και το νέο σήμα Odyssey, συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Ο κύκλος εργασιών της κινήθηκε υψηλότερα από το 2001. Συγκεκριμένα το 2002 ανήλθε σε 40,4 εκατ. ευρώ έναντι 34,8 εκατ. ευρώ. Τα μεικτά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 11,7 εκατ. από 10,1 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας άνοδο της τάξεως του 15%. Τα προ φόρων κέρδη διαμορφώθηκαν σε 1,75 εκατ. έναντι 1,3 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα κατά 34% έναντι του 2001. Η εταιρεία ακολουθεί πενταετές πλάνο επενδύσεων και υποστήριξης των δραστηριοτήτων της με βασικό άξονα το ανθρώπινο δυναμικό και την εξέλιξή του καθώς επίσης και την αύξηση του κύκλου εργασιών της με βάση τη δύναμη των προϊόντων της στην αγορά των ήδη υπαρχόντων καπνιστών.

Η Reemtsma Hellas που διαθέτει τις μάρκες τσιγάρων Davidoff, Slim Line, R1, και West, κατάφερε να βελτιώσει τις πωλήσεις της κατά 9%, παρότι η συνολική αγορά τσιγάρων αυξήθηκε μόνο κατά 1,2% σε σχέση με το 2001. Ετσι πέτυχε να αυξήσει το μερίδιό της και να είναι για μία ακόμα χρονιά η εταιρεία τσιγάρων με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της καλής πορείας των πωλήσεων και παρά τη συνέχιση της μεγάλης εμπορικής της επένδυσης στην οικονομική χρήση του 2002 (που ήταν εννιάμηνη), τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης σχεδόν τριπλασιάστηκαν ξεπερνώντας τα 2,8 εκατ. ευρώ από 1,1 εκατ. ευρώ που ήταν στη δωδεκάμηνη χρήση του 2001. Στη θετική εξέλιξη των μεγεθών της εταιρείας στο μέλλον αναμένεται να συμβάλει η διεθνής συγχώνευση της Reemtsma με την Imperial. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική θυγατρική ανέλαβε την περιφερειακή ευθύνη για τη νοτιοανατολική Ευρώπη, και ειδικότερα τις αγορές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Κύπρου.

Η Scandinavian Tobacco Ελλάς ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 2002 με σκοπό την καλύτερη υποστήριξη και προώθηση των σημάτων της House of Prince στην ελληνική αγορά. Εκτοτε έγιναν επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία ύψους 250.000 ευρώ. Σήμερα το δυναμικό της εταιρείας ανέρχεται σε 25 άτομα. Τα προβλεπόμενα κέρδη της για την πρώτη διαχειριστική περίοδο, που έληξε στις 30 Ιουνίου του 2003, εκτιμώνται στο ύψος των 30.000 ευρώ. Οι πωλήσεις των σημάτων της εταιρείας το 2002 σημείωσαν αύξηση κατά 13%, φθάνοντας τα 942 εκατ. sticks (από 834 εκατ. sticks το 2001) και επιτυγχάνοντας μερίδιο αγοράς της τάξεως του 2,80%. Οι πωλήσεις στη διετία 2001 - 2002 πραγματοποιήθηκαν μέσω του δικτύου διανομής της Αθανασίου ΑΕ».



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα