Με ή χωρίς τη Ρωσία; Περισσότερα ή λιγότερα ορυκτά καύσιμα; Οι τελευταίες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας συζητήθηκαν στο ετήσιο Frankfurt Gas Forum που έγινε την περασμένη εβδομάδα στη Φρανκφούρτη.
Προβληματισμό προκάλεσε η πρόσφατη απόφαση της Ρωσίας να εγκαταλείψει το φιλόδοξο σχέδιο για τον αγωγό South Stream, εξαγγέλλοντας μάλιστα μία εναλλακτική ενεργειακή συμμαχία με την Τουρκία. Κάποιοι βλέπουν τη ρωσική στάση ως πεισματική αντίδραση στη δυτική πολιτική για την Ουκρανία. Άλλοι θεωρούν ότι η Μόσχα απλώς βρήκε αφορμή να απεγκλωβιστεί από μία πολυδάπανη επένδυση, την οποία θεωρεί επισφαλή, αν όχι και ασύμφορη. Αυτή την άποψη ενστερνίζεται και ο Φρίντμπερτ Πφλύγκερ, πρώην υφυπουργός Άμυνας της Γερμανίας και διευθυντής του think tank EUCERS στο King’s College του Λονδίνου.
«Ο South Stream δεν θα συνέφερε οικονομικά. Στα επόμενα χρόνια η αγορά φυσικού αερίου θα παραμείνει στάσιμη, οπότε εάν κατασκευαζόταν ο South Stream, η Ρωσία θα ήταν σαν να προκαλούσε ανταγωνισμό στον εαυτό της», λέει ο Γερμανός πολιτικός στην Deutsche Welle. «Βέβαια, υπάρχουν περιθώρια για τους Ρώσους να αυξήσουν τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά δεν θα μπορούσαν να τις αυξήσουν σε τέτοιον βαθμό, ώστε να ευδοκιμήσει και ο South Stream, δίπλα στον North Stream που ήδη λειτουργεί. Κάπου δεν το είχαν σκεφτεί καλά από την αρχή το ζήτημα αυτό...»
Με κριτική διάθεση βλέπει ο Πφλύγκερ και τις εξαγγελίες της Μόσχας για μία οικονομική συμμαχία με την Άγκυρα, η οποία θα μετέτρεπε την Τουρκία σε ενεργειακή πύλη για ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Επισημαίνει μάλιστα ότι μέχρι στιγμής το σχέδιο αυτό δεν είναι κάτι περισσότερο από μία απλή εξαγγελία.
«Χρειαζόμαστε τη Ρωσία»
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Γερμανός πολιτικός προτείνει την περιθωριοποίηση της Ρωσίας. Το αντίθετο μάλιστα: «Η πρόβλεψή μου, αλλά και η ελπίδα μου αν θέλετε, είναι ότι θα γυρίσουμε σε business as usual με τη Ρωσία», τονίζει. «Η Ε.Ε. χρειάζεται μία εταιρική σχέση για την ενέργεια με τη Ρωσία. Οποιαδήποτε εναλλακτική λύση - το Ιράν, το Ιράκ, η ανατολική Μεσόγειος - δεν θα ήταν διαθέσιμη παρά μόνο στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, το νωρίτερο. Εξαρτώμεθα λοιπόν κατά 30% από το ρωσικό αέριο και μπορεί να καταδικάζουμε αυτήν την εξάρτηση - κι εγώ την καταδικάζω - αλλά από την άλλη πλευρά κανείς δεν μπορεί να μας εξηγήσει με πειστικό τρόπο πώς μπορούμε να την τερματίσουμε», λέει ο Πφλύγκερ.
Αναζητώντας λύσεις εναλλακτικές ή και συμπληρωματικές, σε κάποιον βαθμό, των ρωσικών διαύλων για παροχή φυσικού αερίου, πολλές χώρες της Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου καταρτίζουν δικά τους σχέδια για αγωγούς που ανοίγουν νέους ή διασυνδέουν παλαιότερους δρόμους τροφοδοσίας.
Μιλώντας στο φόρουμ της Φρανκφούρτης, ο Δημήτρης Μανώλης, αναπληρωτής διευθυντής για τις διεθνείς δραστηριότητες της ΔΕΠΑ (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου) παρουσίασε ένα project ελληνικού - αλλά και ευρωπαϊκού, όπως επισημαίνει - ενδιαφέροντος: τον αγωγό East Med, τον οποίο στηρίζουν η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, προκειμένου να μεταφερθεί στην κεντρική Ευρώπη μέσω Ελλάδας μια σημαντική ποσότητα φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο, η οποία όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέχρι στιγμής.
«Είναι ένα έργο ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, το οποίο αναπτύσσουμε από κοινού με τον συνεταίρο μας, την Edison, θυγατρική της γαλλικής EDF», εξηγεί ο Δημήτρης Μανώλης. «Θέλουμε να δούμε αν θα επαληθευθούν τα νούμερα που προέκυψαν από την προμελέτη σκοπιμότητας, τα οποία είναι πολύ ενθαρρυντικά. Από κει και πέρα, με βάση ποιές θα είναι οι συνθήκες της αγοράς, με βάση ποιό θα είναι το γενικότερο πολιτικό ή γεωστρατηγικό περιβάλλον, πιστεύουμε και ευχόμαστε ότι θα έχουμε μία σημαντική λύση στο τραπέζι, ώστε να είμαστε μία από τις υποψήφιες “εναλλακτικές” όταν θα ληφθούν οι αποφάσεις για το πού θα διοχετευθεί το φυσικό αέριο της νοτιοανατολικής Μεσογείου».
Στο Frankfurt Gas Forum ακούστηκε βέβαια και η άλλη άποψη: ότι πιο συμφέρουσα οικονομικά θα ήταν η μεταφορά φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο στην κεντρική Ευρώπη μέσω Τουρκίας.
Στασιμότητα στη διεθνή ζήτηση για φυσικό αέριο
Σε κάθε περίπτωση, πολλοί προειδοποιούν ότι το φυσικό αέριο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως «γεωπολιτικό όπλο», γιατί μία τέτοια προσέγγιση δυσχεραίνει την υλοποίηση επενδύσεων με ορθολογικά κριτήρια. Πριν από κάθε επένδυση βέβαια, τίθεται το ερώτημα για τις γενικότερες συνθήκες της αγοράς. Όλοι συμφωνούν ότι, ιδιαίτερα στην ανατολική Μεσόγειο, η διασύνδεση των αγορών δεν είναι επαρκής. Κάποιοι, ωστόσο, βλέπουν περιβαλλοντικούς ενδοιασμούς για ένα «ορυκτό» ή «βιογενές» καύσιμο, όπως το φυσικό αέριο.
Υπάρχει τελικά η αυξημένη ζήτηση, που θα δικαιολογούσε την κατασκευή νέων αγωγών; «Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή διανύει μία περίοδο κάμψης. Από την άλλη μεριά όμως διαφορετικές μελέτες συγκλίνουν στο γεγονός, ότι στην επόμενη δεκαετία θα υπάρξει ένα κενό» τονίζει το στέλεχος της ΔΕΠΑ Δημήτρης Μανώλης.
Μεταξύ των στελεχών της ενεργειακής βιομηχανίας οι απόψεις διίστανται. Κάποιοι επισημαίνουν ότι «η χρυσή εποχή του φυσικού αερίου συνεχίζεται, αλλά όχι στην Ευρώπη». Άλλοι θεωρούν ότι η πιθανή στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παραγκωνίζει τα ορυκτά καύσιμα.
Από την πλευρά του ο Τιερύ Ντεσχύτενερ, εκτελεστικός γραμματέας Ευρωπαϊκής Ένωσης Υποδομών Φυσικού Αερίου (Gas Infrastructure Europe) η οποία εκπροσωπεί διαχειριστές αγωγών και τέρμιναλ υγροποιημένου αερίου από 25 χώρες, επισημαίνει ότι υπάρχει ένα ζήτημα κόστους που δυσχεραίνει την επένδυση στο φυσικό αέριο. «Προς το παρόν, ο άνθρακας είναι πολύ φθηνός, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επιδοτούνται», λέει ο Βέλγος επιχειρηματίας στην Deutsche Welle. «Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι υπερβολικά χαμηλή, ενώ η παραγωγή φυσικού αερίου είναι υπερβολικά ακριβή. Σε τελική ανάλυση ο άνθρακας συμφέρει περισσότερο από το φυσικό αέριο, γι αυτό και τον προτιμούν. Αλλά αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί».
Για την ακρίβεια, ο Ντεσχύτενερ είναι σίγουρος ότι η κατάσταση θα αντιστραφεί. Υποστηρίζει μάλιστα ότι, συζητώντας πριν από τρία χρόνια με ευρωπαίους πολιτικούς, δεν έβλεπε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φυσικό αέριο, ενώ σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. «Έχουμε νέες πηγές φυσικού αερίου, όμως παράλληλα αναπτύσσονται και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η συνολική αγορά ενέργειας διασυνδέεται καλύτερα με την αγορά φυσικού αερίου. Πιστεύουμε λοιπόν ότι το 2030 το φυσικό αέριο θα βρίσκεται στο επίκεντρο της ενεργειακής ατζέντας».
Πηγή: Deutsche Welle