Αισιόδοξες προβλέψεις του ΙΟΒΕ για την αγορά φυσικών χυμών

Τετάρτη, 21 Απριλίου 2004 12:54
UPD:12:56

AIΣΙΟΔΟΞΕΣ είναι οι προβλέψεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την πορεία της αγοράς φυσικών χυμών. Όπως αναφέρει στη σχετική του έκθεση, η αγορά χαρακτηρίζεται δυναμική και παρουσιάζει ανοδικές τάσεις οι οποίες σύμφωνα με την μελέτη θα διατηρηθούν και στο μέλλον.

Ιδιαίτερα αυξημένες είναι οι προσδοκίες για τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης. Ο προοπτικές για την εξαγωγική δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων παραγωγής χυμών προς τις γειτονικές χώρες είναι ευοίωνες καθώς ο ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν δεν είναι τόσο έντονος με εκείνο της Δυτικής Ευρώπης.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η παραγωγή φυσικών χυμών παρουσιάζει σταθερά ανοδική τάση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 16,9% την περίοδο 1993 – 2000. Η σύγχρονη τάση για υγιεινή διατροφή σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα των εγχώριων φυσικών χυμών ωθούν σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα την κατανάλωση.

Οι σημαντικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες των καταναλωτικών προτιμήσεων των Ελλήνων για χυμούς είναι οι καιρικές συνθήκες, η τουριστική κίνηση και η αύξηση των γευμάτων εκτός οικίας. Σύμφωνα με τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Τροφίμων (IEFS), ο σημαντικότερος παράγοντας των καταναλωτικών προτιμήσεων στην Ελλάδα συνδέεται με την ποιότητα των τροφίμων με ποσοστό που φτάνει το 75%. Ο παράγοντας γεύση έρχεται δεύτερος στις προτιμήσεις των καταναλωτών (47%).

Επίσης, σημαντικός παράγοντας είναι οι οικογενειακές προτιμήσεις και η επιθυμία για μια ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή, με ποσοστά 38% και 32% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, η τιμή παίζει το χαμηλότερο ρόλο στις επιλογές των Ελλήνων, με ποσοστό μόλις 18%, ποσοστό πολύ χαμηλό σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.

Το 2001, το συνολικό μερίδιο των πωλήσεων χυμών των σούπερ μάρκετ ανήλθε στο 80,4% από 75,6% το 2000. Το αντίστοιχο μερίδιο της κατηγορίας των μικρών καταστημάτων (καταστήματα της γειτονιάς) μειώθηκε το 2001 (15,9%) σε σχέση με το 2000 (21,3%), ενώ τα γαλακτοπωλεία διατήρησαν το μερίδιό τους οριακά αυξημένο σε 3,7% έναντι 3,1% το 2000. Οι πωλήσεις των περιπτέρων εκτιμώνται ότι αποτελούν το 10 – 15% των συνολικών πωλήσεων.

Η θετική πορεία της αγοράς των χυμών, σε συνδυασμό με τις καταναλωτικές συνήθειες δημιουργούν αισιοδοξία για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Ωστόσο, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει ο κλάδος στον ευρύτερο ανταγωνισμό, πρέπει να αναβαθμίζεται συνεχώς η ποιότητα των προϊόντων και οι επιχειρήσεις να κινούνται σύμφωνα με τις τάσεις των διεθνών τεχνολογικών εξελίξεων και των τοπικών διατροφικών αναγκών.

Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο είναι:

- Η αδυναμία ορισμένων επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στις νέες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου. Σημειώνεται ότι ο χαρακτήρας των νέων μεταρρυθμίσεων (συστήματα ελέγχου, αυστηροί υγειονομικοί έλεγχοι κ.α.) προϋποθέτει ένα κρίσιμο μέγεθος κλίμακας παραγωγής και προσδιορίζει ένα νέο κατώφλι για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων.

- Ο υψηλός βαθμός εξάρτησης των ελληνικών επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές.

- Οι υπερεπενδύσεις που αναγκάζονται οι επιχειρήσεις να προβούν, λόγω της εποχικότητας που παρουσιάζουν οι χυμοί και

- Η δυσκολία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο.

Υψηλός είναι ο βαθμός συγκέντρωσης του κλάδου καθώς 5 επιχειρήσεις (Coca Cola HBC, Δέλτα, ΕΒΓΑ, Φλώρινα Χωναίος, Pepsico – ΗΒΗ) ελέγχουν περίπου το 90% της συνολικής αγοράς, στοιχείο που χαρακτηρίζει και τον ανταγωνισμό.

Ο κίνδυνος εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά των χυμών είναι μικρός εξαιτίας της υψηλής συγκέντρωσης, οπότε για να μπορέσει μια επιχείρηση να εισέλθει στον κλάδο θα πρέπει να δαπανήσει τεράστια κεφάλαια σε επενδύσεις ώστε να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς ανταγωνιστές της.

Ένας ακόμη λόγος είναι η «πίστη» που έχει δημιουργηθεί στους καταναλωτές για ορισμένα προϊόντα του κλάδου, η οποία προκύπτει από τη διαφοροποίηση των προϊόντων και τις μεγάλες διαφημιστικές εκστρατείες των μεγάλων επιχειρήσεων (brand loyalty).

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ οι τάσεις της αγοράς δείχνουν ότι, τα πλήρως διαφοροποιημένα προϊόντα είναι αυτά που κερδίζουν τις εντυπώσεις και συνήθως είναι αυτά που δίνουν ώθηση στην αγορά.

Για την εξέταση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης του κλάδου, έγινε επιλογή ενός δείγματος έξι επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο 1997-2001. Σύμφωνα με την ανάλυση οι πωλήσεις, παρουσίασαν άνοδο της τάξης του 3,02% ετησίως από το 1997. Το σύνολο του ενεργητικού σημείωσε μεγέθυνση της τάξης του 1,63% ετησίως ενώ τα ίδια κεφάλαια παρουσίασαν άνοδο της τάξης του 3,75% ετησίως από το 1997 μέχρι το 2001. Το σύνολο των ξένων κεφαλαίων σημείωσε οριακό μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της τάξης του -0,02% από το 1997 ως το 2001.

Ωστόσο οι διακυμάνσεις των μεταβολών των χρηματοοικονομικών δεικτών από έτος σε έτος είναι έντονες. Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 94,2% των συνολικών υποχρεώσεων, παρουσίασαν ετήσια αύξηση της τάξης του 1,1% για τα έτη 1997-2001, ενώ την ίδια περίοδο οι μέσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις μειώθηκαν με ρυθμό 8,2% ετησίως.

Τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 10,56% ετησίως και τέλος, με κέρδη της τάξης των 435 χιλ. Ευρώ εμφανίζεται το σύνολο του δείγματος το 2001. Από την εξέταση των δεικτών αποδοτικότητας διαπιστώθηκε αύξηση τόσο του περιθωρίου κέρδους (καθαρού και μικτού), όσο και της κερδοφόρου δυναμικότητας του κλάδου όπως αυτή αντανακλάται στους δείκτες αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων και του ενεργητικού. Αντίθετα η εικόνα των αριθμοδεικτών ρευστότητας δεν θεωρείται ικανοποιητική.

Σε ό,τι αφορά τη διεθνή αγορά, η Βραζιλία είναι η πρώτη χώρα στην παραγωγή εσπεριδοειδών και ακολουθούν οι ΗΠΑ (Φλόριντα). Η αγορά φυσικών χυμών των ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο. Η Κίνα με πληθυσμό πάνω από 1,2 δις, αποτελεί πόλο έλξης, ως αγορά, πολλών εταιριών παραγωγής χυμών από όλο τον κόσμο.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα