ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ συναλλαγές της Ελλάδας με τις χώρες της νέας διεύρυνσης σημείωσαν αλματώδη άνοδο τόσο κατά την περασμένη δεκαετία, όσο και στα τρία πρώτα χρόνια της νέας δεκαετίας για τα οποία υπάρχουν πλήρη, αλλά προσωρινά ακόμα στοιχεία.
Αυτό προκύπτει από το νέο τεύχος των «Επισημάνσεων» που εκδίδει το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων. H άνοδος ήταν ταχύτερη με τις οκτώ χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στις εξαγωγές και στις εισαγωγές, καλύπτει δε όλες τις βασικές κατηγορίες αγαθών (αγροτικά, βιομηχανικά, πρώτες ύλες, και καύσιμα).
Αν και οι εμπορικές συναλλαγές με τις 10 χώρες είναι πλεονασματικές, αυτό οφείλεται στο μεγάλο πλεόνασμα των συναλλαγών με την Κύπρο και τη Μάλτα. Το εμπόριο με τις υπόλοιπες οκτώ χώρες είναι ελλειμματικό.
Η εξέταση των εξελίξεων γίνεται σε δύο ξεχωριστές χρονικές περιόδους: η πρώτη καλύπτει την περασμένη δεκαετία (1990-2000) και η δεύτερη τη νέα δεκαετία (2000-2003). Ο διαχωρισμός αυτός, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, είναι σκόπιμος. Στην περασμένη δεκαετία οι συναλλαγές άρχισαν από πολύ χαμηλά επίπεδα. Τέσσερις μάλιστα από τις οκτώ χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν υπήρχαν καν ως ανεξάρτητα κράτη στην αρχή της περιόδου. Ήταν φυσικό λοιπόν, καθώς οι χώρες αυτές άνοιξαν τα κλειστά ως τότε εμπορικά σύνορά τους, οι συναλλαγές να αυξηθούν γρήγορα. Στη νέα δεκαετία η επίδραση αυτού του παράγοντα στις συναλλαγές, είτε έχει αποδυναμωθεί είτε έχει δραστικά περιοριστεί. Είναι λογικό συνεπώς, να υποτεθεί ότι η επιτάχυνση της ανόδου στη νέα δεκαετία οφείλεται στην προοπτική της ένταξης.
Οι εμπορικές συναλλαγές στο διάστημα 1990-2000
Θεαματική ήταν η αύξηση του συνολικού εμπορίου της χώρας μας με τις χώρες της νέας διεύρυνσης στην περασμένη δεκαετία. Το συνολικό εμπόριο της Ελλάδας με τις δέκα χώρες, μετρημένο σε ευρώ υπερτριπλασιάστηκε. Η θετική αυτή εξέλιξη υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία που έχουν αποκτήσει οι χώρες αυτές για το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας.
Οι εξαγωγές προς τις δέκα χώρες αυξήθηκαν ταχύτερα, σε σχέση με τις συνολικές εξαγωγές. Από 232 εκ.€ στο 1990 έφτασαν σε 964 εκ.€ στο 2000, αυξήθηκαν δηλαδή πάνω από τέσσερις φορές (317%) σε σχέση με αύξηση 103% για το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, απορροφώντας στο 2000 σχεδόν το 8% των συνολικών εξαγωγών μας.
Οι εξαγωγές προς την Κύπρο και τη Μάλτα μαζί, που απορρόφησαν στο 2000 το 73% των εξαγωγών μας προς τις χώρες της νέας διεύρυνσης, από 189 εκ.€ στο 1990 έφθασαν σε 700 εκ.€ το 2000, αυξήθηκαν δηλαδή σχεδόν τέσσερις φορές (270%). Το ποσοστό συμμετοχής τους στις ελληνικές εξαγωγές ήταν αυξανόμενο σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας και από 3% στο 1990 έφθασε σε 5,5% στο 2000.
Οι εξαγωγές μας προς τις υπόλοιπες οκτώ χώρες απορρόφησαν μόνον το 2,1% των συνολικών εξαγωγών στο 2000 (0,7% στο 1990). Ο ρυθμός αύξησής τους όμως στη δεκαετία ήταν σημαντικά ταχύτερος και σε σχέση με την Κύπρο και τη Μάλτα, και σε σχέση με τις ελληνικές εξαγωγές συνολικά, αφού η αξία των εξαγωγών μας προς τις οκτώ αυτές χώρες αυξήθηκε πάνω από έξι φορές και από 43 εκ.€ έφτασε σε 264 εκ.€ στο 2000.
Από τις οκτώ αυτές χώρες σημαντικότεροι πελάτες μας είναι η Πολωνία που διατηρεί συνεχώς την 1η θέση και η Τσεχία και η Ουγγαρία που εναλλάσσονται στη 2η και την 3η θέση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας.
Η συμμετοχή των δέκα χωρών στις ελληνικές εισαγωγές είναι σημαντικά μικρότερη, σε σχέση με τη συμμετοχή τους στις ελληνικές εξαγωγές, ο ρυθμός όμως αύξησης των εισαγωγών από τις χώρες αυτές είναι ταχύτερος από το ρυθμό αύξησης των ελληνικών εισαγωγών συνολικά. Δηλαδή στη δεκαετία υπερτετραπλασιάστηκαν (338%), σε σχέση με τις ελληνικές εισαγωγές που υπερδιπλασιάστηκαν (128%). Από 134 εκ.€ στο 1990 έφτασαν σε 586 εκ.€ το 2000, και κάλυψαν στο 2000 το 1,7% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών.
Η Κύπρος και η Μάλτα από κοινού, κάλυψαν στο 2000 μόνο το 16% των εισαγωγών μας από τις δέκα χώρες συνολικά, ενώ στη διάρκεια της δεκαετίας παρατηρούνται αυξομειώσεις της αξίας των εισαγωγών μας από τις δύο αυτές χώρες.
Στις υπόλοιπες οκτώ χώρες οι εισαγωγές ακολουθούν πιο ομαλή πορεία αυξανόμενες σχεδόν συνεχώς από έτος σε έτος. Από 91 εκ.€ στο 1990 έφτασαν σε 493 εκ.€ το 2000, αυξήθηκαν δηλαδή πάνω από πέντε φορές (443%).
Σημαντικότεροι προμηθευτές μας είναι η Τσεχία που μέχρι και το 1998 κατείχε σταθερά την 1η θέση (3η και 4η στο 1999 και το 2000, αντιστοίχως), η Ουγγαρία στη 2η θέση (εκτός από το 1998 και το 2000 που ήταν τρίτη), και η Πολωνία που από την 3η θέση που ήταν μέχρι και το 1997 ανέβηκε στην 2η το 1998 και στην 1η στο 1999 και το 2000.
Σε αντίθεση με το συνολικό εμπόριο της χώρας μας το οποίο παρουσιάζει έλλειμμα, το εμπορικό ισοζύγιο με τις δέκα χώρες της νέας διεύρυνσης είναι θετικό και οφείλεται αποκλειστικά στην Κύπρο και τη Μάλτα. Έτσι το πλεόνασμα του εμπορίου μας με τις δύο αυτές χώρες υπερκάλυψε το έλλειμμα με τις νέες χώρες-μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Στη νέα δεκαετία η αύξηση των συναλλαγών επιταχύνεται
Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των εμπορικών μας συναλλαγών με τις νέες χώρες-μέλη που σημειώθηκε στο διάστημα 1990-2000 συνεχίστηκε και στη νέα δεκαετία.
Σημειώνεται εδώ ότι τα στοιχεία για την περίοδο 2001-2003 είναι προσωρινά και ενδεχομένως όταν οριστικοποιηθούν να υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Με βάση τα προσωρινά αυτά στοιχεία της ΕΣΥΕ, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές μας προς και από τις νέες χώρες-μέλη αυξάνονται ταχύτερα, σε σχέση με τις συνολικές ελληνικές εξαγωγές και εισαγωγές.
Οι εξαγωγές προς τις δέκα χώρες αυξήθηκαν συνολικά κατά 4% και έφθασαν σε 1.001 εκ.€ στο 2003 από 964 εκ.€ στο 2000. Τα ποσοστά αύξησης των εξαγωγών μας προς τις οκτώ χώρες στο διάστημα αυτό ήταν θετικά για όλες τις χώρες, εκτός της Λιθουανίας. Συνολικά προς τις νέες χώρες-μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 42% και από 264 εκ.€ στο 2000 έφτασαν σε 376 εκ.€ στο 2003. Οι εξαγωγές προς την Κύπρο παρέμειναν σχεδόν σταθερές, ενώ προς τη Μάλτα ήταν μειωμένες (-54%). Όμως οι δύο αυτές χώρες μαζί κάλυψαν στο 2003 το 62% των εξαγωγών μας προς τις δέκα χώρες.
Οι εισαγωγές από τις νέες χώρες-μέλη έφθασαν σε 732 εκ.€ στο 2003 από 586 εκ.€ στο 2000, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 25% σε σχέση με 15% για το σύνολο των ελληνικών εισαγωγών. Ήταν αυξημένες από όλες τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εκτός της Λιθουανίας και της Πολωνίας. Συνολικά για τις οκτώ αυτές χώρες το ποσοστό αύξησης ήταν 28% στο διάστημα 2000-2003 και η αξία τους έφθασε σε 634 εκ.€ στο 2003 από 493 εκ.€ το 2000.
Στο ίδιο διάστημα οι εισαγωγές από την Κύπρο αυξήθηκαν κατά 10% ενώ από τη Μάλτα μειώθηκαν κατά -65%. Οι δύο χώρες μαζί κάλυψαν στο 2003 μόνον το 13% των εισαγωγών από τις δέκα χώρες συνολικά. Η συμμετοχή τους δηλαδή στις εισαγωγές είναι σημαντικά μικρότερη, σε σχέση με τη συμμετοχή τους στις εξαγωγές.
Μεταξύ των νέων χωρών-μελών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η σημαντικότερη αγορά για τις εξαγωγές μας και στη νέα δεκαετία ήταν η Πολωνία, ενώ στη 2η και την 3η θέση εναλλάσσονται η Ουγγαρία και η Τσεχία.
Κυριότεροι προμηθευτές μας ήταν Τσεχία στην 1η θέση και η Ουγγαρία με την Πολωνία που εναλλάσσονται στην 2η και την 3η θέση.
Το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας με τις οκτώ χώρες συνολικά υπερκαλύφθηκε, όπως και στην προηγούμενη δεκαετία, από το πλεόνασμα του ισοζυγίου με την Κύπρο και τη Μάλτα.
Η σύνθεση των εμπορικών συναλλαγών κατά μεγάλες κατηγορίες αγαθών
Οι εξαγωγές όλων των μεγάλων κατηγοριών (αγροτικά προϊόντα, βιομηχανικά προϊόντα, πρώτες ύλες, και καύσιμα) προς τις χώρες της νέας διεύρυνσης στην περασμένη δεκαετία αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό, σε σχέση με το ρυθμό αύξησης των ελληνικών εξαγωγών συνολικά. Το ίδιο παρατηρείται και στις εισαγωγές μας από τις χώρες αυτές εκτός από την κατηγορία των αγροτικών προϊόντων οι εισαγωγές της οποίας μειώθηκαν.
Αναλυτικότερα παρατηρούνται τα εξής:
Οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων από 44 εκ.€ στο 1990 έφθασαν σε 190 εκ.€ το 2000, αυξήθηκαν δηλαδή πάνω από τέσσερις φορές (330%) και αποτελούσαν το 20% των συνολικών εξαγωγών προς τις δέκα χώρες το ίδιο έτος. Η αύξηση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων οφείλεται κυρίως στην αύξηση των κατηγοριών «τρόφιμα & ζώα ζώντα» και «ποτά & καπνός» που αντιστάθμισε τη μείωση κατά -44% των εξαγωγών της κατηγορίας «λάδια & λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης».
Από το σύνολο των αγροτικών προϊόντων προς τις χώρες της νέας διεύρυνσης το 13% κατευθύνθηκε προς τις οκτώ χώρες και το υπόλοιπο 7% απορρόφησαν από κοινού η Κύπρος και η Μάλτα.
Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν σχεδόν τέσσερις φορές (298%) στη δεκαετία και από 137 εκ.€ στο 1990 έφθασαν σε 543 εκ.€ στο 2000. Η ανοδική ώθηση οφείλεται στη σημαντική αύξηση των εξαγωγών όλων των κατηγοριών των βιομηχανικών προϊόντων.
Στο 2000 κάλυψαν το 56% των εξαγωγών προς τις χώρες της νέας διεύρυνσης. Από το ποσοστό αυτό το 45% απορρόφησαν η Κύπρος και η Μάλτα από κοινού, ενώ οι δέκα χώρες μόνον το 11%.
Οι εξαγωγές καυσίμων σχεδόν πενταπλασιάστηκαν (394%). Από 39 εκ.€ στο 1990 έφθασαν σε 192 εκ.€ στο 2000, κάλυψαν το 20% των συνολικών εξαγωγών προς τις δέκα χώρες και κατευθύνθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου (19%) προς την Κύπρο και τη Μάλτα.
Στις εξαγωγές πρώτων υλών σημειώθηκε αύξηση κατά 112%, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκαν στη δεκαετία και αποτελούσαν στο 2000 μόνον το 2,5% των εξαγωγών μας προς τις χώρες της νέας διεύρυνησης.
Οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων εκτός των αγροτικών που μειώθηκαν κατά -3%. Η μείωση αυτή οφείλεται κατά βάση στις κατηγορίες «ποτά και καπνός» και «λάδια και λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης» οι εισαγωγές των οποίων μειώθηκαν κατά -34% και -92%, αντιστοίχως.
Οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων υπερπενταπλασιάστηκαν (465%). Αυτό οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών όλων των κατηγοριών των βιομηχανικών προϊόντων και κυρίως στον δεκαπλασιασμό (905%) των εισαγωγών της κατηγορίας «μηχανήματα και υλικό μεταφορών» και στην αύξηση κατά τέσσερις σχεδόν φορές (281%) των εισαγωγών της κατηγορίας «βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κατά πρώτη ύλη».
Στα καύσιμα οι εισαγωγές αυξήθηκαν πάνω από έξη φορές (536%), ενώ οι εισαγωγές πρώτων υλών σχεδόν τριπλασιάστηκαν (193%).
Η εικόνα στη νέα δεκαετία είναι λίγο διαφορετική. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών κατά μεγάλες κατηγορίες προϊόντων επιβραδύνεται. Τα στοιχεία πάντως, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι προσωρινά.
Συγκεκριμένα οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων προς τις δέκα χώρες συνολικά στην περίοδο 2000-2003 αυξήθηκαν μόνον κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (0,5%), των βιομηχανικών προϊόντων κατά 31%, των πρώτων υλών κατά 20%, ενώ στις εξαγωγές καυσίμων σημειώθηκε μείωση (-64%).
Και οι εισαγωγές όμως ακολουθούν διαφορετική πορεία στη νέα δεκαετία σε σχέση με την περασμένη. Στην περίοδο 2000-2003 αυξήθηκαν σημαντικά (73%) οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, επιβραδύνθηκε ο ρυθμός αύξησης των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων και των πρώτων υλών που αυξήθηκαν κατά 28% και 21%, αντιστοίχως, ενώ οι εισαγωγές καυσίμων μειώθηκαν κατά -83%.